Please, hit refresh button right here to update your stats.
Remember that your profile must be public for duome to be able to visualize the data. Simple numbers like streak or crowns would be updated instantly while more
complex concepts like daily XP chart or Recent Practice Sessions will be available on page reload. You can provide feedback, ask questions and request new features
on our forum — be welcome to join us there :)
θα μπορούσα να είχα μαγειρέψει · θα μπορούσα να είχα προσπαθήσει · θα μπορούσα να είχα φάει · θα μπορούσα να σου είχα δώσει · θα μπορούσε να είχε μαγειρέψει · θα μπορούσε να είχε προσπαθήσει · θα μπορούσε να είχε ρωτήσει · θα μπορούσε να είχε φάει · θα μπορούσες να είχες μαγειρέψει · θα μπορούσες να μου είχες δώσει · όλο το κοτόπουλο
11 words
Θα+imperfect results in "would".
I would like=Θα ήθελα,
You would do it=Θα το έκανες,
He would love it!=Θα το λάτρευε!,
If the day was good, we would run=Εάν η ημέρα ήταν καλή,θα τρέχαμε etc etc.
Θα μπορούσες να με βοηθήσεις;=Could you help me?
We use Θα+imperfect to form the polite request with "would" or the present conditional that has the same uses as in English.
So, Θα ήθελα μία κούπα τσάι=I would like a cup of tea (now)
Εάν είχα κουραστεί, θα ήθελα μία κούπα τσάι=If I were tired, I would like a cup of tea. (conditional)
Θα + imperfect is not the same as using the future continuous!
Μετά το διάβασμα, θα θελήσω μία κούπα τσάι=After reading, I will want a cup of tea (I know beforehand that after reading I will definitely want a cup of tea)
άγγελος · άγιος · άθεος · αγνωστικιστής · ανεξιθρησκεία · βίβλος · βουδισμός · θεό · θρησκεία · ιερό · ιερός · ινδουισμός · ιουδαίος · ιουδαίων · ιουδαϊσμός · ισλάμ · καθολική · καθολικισμός · κοράνι · μονή · μοναστήρι · μουσουλμάνοι · μουσουλμάνος · μουσουλμανικό · ορθοδοξία · ορθόδοξος · πάσχα · παγανισμό · παγανισμός · παπάς · προστάτης · προτεσταντισμός · προφήτης · σταυρό · σταυρός · συναγωγή · τζαμί · χριστιανή · χριστιανικές · χριστιανική · χριστιανικό · χριστιανικός · χριστιανικός · χριστιανισμός · χριστιανός · χριστούγεννα
46 words
ακαδημία · ακαδημίας · αλήθεια · αναζητούσε · ανθρώπινα · απόλυτη · αριστοτέλης · βασίζονται · διαλεκτικής · διαφωτισμού · διαφωτισμός · δικαίωμα · δικαιώματα · δομισμού · δομισμός · είδη · εμπειρία · εμπειρίες · ηδονή · ηδονής · ηθική · θάρρος · θετικισμού · θετικισμό · θετικισμός · θεωρία · θεωρία της σχετικότητας · θεωρίες · ιδέα · ιδέες · ιδεών · ιδρυτής · λογική · μάθω · μελέτησε · μύθου · μύθους · νόημα · οπτιμιστής · ουμανισμός · πεσιμιστής · πολιτική φιλοσοφία · πραγματικότητα · ρεαλιστής · σκεπτικιστής · συναίσθημα · σωκράτης · υποσυνείδητο · φιλοσόφων · φιλόσοφοι
50 words
αεροδρόμια · αεροδρόμιο · αεροπλάνο · αεροσυνοδός · αμάξι · αποσκευές · αποσκευή · βάρκα · βενζίνη · διόδια · εισιτήρια · εκδοτήριο · ελέγχουν · ελικόπτερα · κίνηση · καύσιμα · καύσιμο · κράνος · λεωφορεία · λιμάνι · μέσα μαζικής μεταφοράς · μετρό · μηχανάκι · νταλίκα · νταλίκας · πεζοδρόμιο · πλοίο · ποδήλατο · στάση · σταθμό · ταξί · τιμόνι · τραίνο · τρακτέρ · τραμ · υποβρύχιο · φανάρι · φανάρια · φορτηγά · φορτηγό · όχημα
41 words
έδειξε · αθήνας · αποφοίτηση · γάμο · γάμος · γέννηση · γεννήσεις · γιορτή · γονιών · διαγωνισμού · διαγωνισμός · ζευγάρια · θάνατο · θάνατος · θα πραγματοποιηθεί · θα τρέξω · ιούλιο · κλήρωση · κλήρωσης · μαραθώνιο · μαραθώνιος · νικήτρια · νικητής · ορκωμοσία · προσκαλέσω · τραγουδιού · φεστιβάλ · φοβάται · φυσικός
29 words
Τhese are some National Holidays when Schools, banks, shops, and most businesses are closed.
Greek Holiday | Translation |
---|---|
1 Ιανουαρίου: Πρωτοχρονιά | January 1 New Year’s Day |
6 Ιανουαρίου: Θεοφάνεια | January 6 Epiphany |
Καθαρά Δευτέρα | Movable First Day of Lent (Clean Monday) |
25 Μαρτίου Ημέρα Ανεξαρτησίας | March 25 Independence Day |
Μεγάλη Παρασκευή | Holy Friday Movable |
Μεγάλο Σάββατο | Holy Saturday Movable |
Πάσχα | Movable Easter (Follows Julian Calendar) |
Δευτέρα του Πάσχα | Day after Easter |
1 Μαΐου/ Εργατική Πρωτομαγιά | May First/ Labor Day |
Αγίου Πνεύματος (Κινητή Εορτή) | Holy Spirit Movable |
15 Αυγούστου | August 15 |
28 Οκτωβρίου | October 28 National Holiday about the famous No to the invasion of the Italians in WW2. |
25 Δεκεμβρίου/Χριστούγεννα | December 25 Christmas Day |
26 Δεκεμβρίου | December 26 Second Day of Christmas |
How to wish something in Greek, in various circumstances. Here is a list of holidays with appropriate wishes in Greek:
https://www.omilo.com/greek-wishes/
It should also be noted that some cities have a holiday on the Celebration of the Patron Saint of that city.
A Name day is the Holiday of the Saint whose name you bear. That means that you celebrate your name day and get gifts and treat friends and relatives to sweets etc. Sometimes this holiday is more important than your birthday.
Birthdays and Anniversaries are also celebrated.
e-mail · e-mails · έχει μπλοκάρει · αίτημα φιλίας · αιτήματα φιλίας · ανέβηκε · απενεργοποίηση · αποσύνδεση · βίντεο · βιντεοκλήση · διαγραφή · διαφήμιση · διαφημίσεις · ειδοποίηση · ειδοποιήσεις · εκτός σύνδεσης · ενεργοί · εφαρμογές · εφαρμογή · ηλεκτρονικοί υπολογιστές · ηλεκτρονικούς υπολογιστές · θα ανεβάσω · θα κοινοποιήσω · θα σε μπλοκάρω · θεάσεις · ιστοσελίδα · κάθε μέρα · κάνε κοινοποίηση · κατεβάζεις · κατεβάζω · κλίκαρε · κλικάρει · κοινοποίησαν · κοινοποιήσεις · κοινοποιεί · κοινωνικά δίκτυα · λογαριασμοί · λογαριασμού · λογαριασμός · μήνυμα · μην κλικάρεις · μιλάει στο chat · μιλάμε στο chat · μπλόκαρε · ποντίκι · ρούτερ · σε σύνδεση · στείλω · σχόλια · σχόλιο · σύνδεση · χρήστες · χρήστης
53 words
δεν μπορεί να · δεν μπορώ να τρέξω · θα μπορέσει να μαγειρέψει · θα μπορέσεις να έρθεις · θα μπορέσω να έρθω · μπορείς · μπορούν · μπορώ · πρέπει
9 words
έκπτωση · βιομηχανία · βραβεία · βραβείο · διαφήμιση · δολάρια · εκπτώσεις · εκπτώσεων · εμπορίου · εμπόριο · επιταγή · επιχείρηση · εταιρεία · εταιρείες · ευρώ · κοστίζει · κόστος · μάρκα · νόμισμα · οργανισμοί · οργανισμός · παγκόσμια · παγκόσμιο · πιστωτική κάρτα · προσφορά · προϊόν · προϊόντα · προϊόντος · προώθηση · πώληση · συμφωνία · συνάντηση · συνέντευξη · τιμή · χρήματα
35 words
αρετές · δεισιδαιμονία · θεέ · θρησκεία · κατάθλιψη · μάγος · μέλλον · μετενσάρκωση · μνήμη · μοίρα · νεκρό · νεκρός · πίστη · παρελθόν · παρόν · προγόνων · προκατάληψη · πρόγονος · στοιχειωμένο · σύμβολα · φάντασμα · φαντάσματα · φιλοσοφία · ψυχή · ψυχολογία
25 words
ήττα · αντίσταση · αρχαία ελλάδα · ασπίδα · βέλος · βασιλιάς · γαλλική · δράκο · δράκοι · δράκος · δόρυ · εγκατελειμένο · εγκατελειμένος · ειρήνη · επανάσταση · θησαυρός · ιππότης · κανόνι · κανόνια · μάχη · μοχθηρή · μοχθηρός · νίκη · ναός · πολεμιστής · πρίγκιπα · πρίγκιπας · πριγκίπισσα · πόλεμοι · σκότωσε · σπαθί · στρατηγός · στρατιώτης · τραυμάτισε · τραυματίστηκε · τόξο · φρούριο · όπλο
38 words
θα έχει αγοράσει · θα έχει βρει · θα έχει γράψει · θα έχει διαβάσει · θα έχει φάει · θα έχει φέρει · θα έχει φύγει · θα έχουν μιλήσει · θα έχω έρθει · θα έχω αγοράσει · θα έχω δει · θα έχω πει · θα έχω τελειώσει · θα έχω φάει
14 words
άλγεβρα · ακτίνα · αριθμός · αφαίρεση · γεωμετρία · γεωμετρικά σχήματα · γεωμετρικό σχήμα · γωνίες · διαίρεση · κλάσμα · κύβος · κύκλος · μαθηματικά · μοίρες · ορθογώνιο · πολλαπλασιασμός · πολυγώνου · πολύγωνο · πρόσθεση · πυθαγόρειο θεώρημα · πυραμίδα · σχήμα · τετράγωνο · τετραγωνική ρίζα · τρίγωνο · τρεις
26 words
άρθρο · αιτίες · ανάλυση · ανακάλυψη · ανακύκλωσης · αύξηση · βάθος · βάρος · βιολογία · γεωγραφία · δείγμα · επιστήμη · επιστήμονας · επιστημονική · επιφάνεια · εργαστήριο · εφεύρεση · ηλεκτρισμού · θερμοκρασία · θερμοκρασίες · κύκλος · λεπτομέρειες · μάζα · μέθοδος · μείωση · νομισματική μονάδα · ορισμός · ποιότητα · ποσότητα · πυρηνική ενέργεια · συμπέρασμα · ταχύτητα · τεχνικές · τεχνική · τεχνολογία · φυσική · χημεία · όγκος · όριο
39 words
bitcoin · αποταμίευση · δάνειο · ενοίκιο · επιταγή · κρίση · λογαριασμός · νόμισμα · οικονομία · οικονομική · οικονομικό · πιστωτική κάρτα · πλεόνασμα · πληθωρισμός · τράπεζα · χρέη · χρήματα · χρηματιστήριο
18 words
αέριο · αλουμίνιο · ασήμι · γυαλί · διαμάντι · κεραμικό · κρύσταλλος · μέταλλο · μόριο · ξύλινο · ορυκτό · πλαστικό · πυρίτιο · ρουμπίνι · σίδηρος · σμαράγδι · στερεό · τσιμέντο · υγρό · υλικό · χάλκινο · χρυσός
22 words
έγκλημα · αποφάσεις · απόφαση · αριστοκρατία · ασφάλεια · βία · γνώμη · δήμαρχοι · δημοκρατία · δικαστηρίου · εθνικές · ειρήνη · εκλογές · ελευθερία · ελευθερίας · επενδύσεις · επιχείρηση · κογκρέσο · κογκρέσου · κοινοβούλιο · κοινωνίας · κράτους · κυβέρνηση · κυβερνήτες · νόμοι · νόμος · οικονομία · ολιγαρχία · προέδρου · πρωθυπουργός · πρόεδρος · πόλεμος · σημαίνει · στρατός · υπουργοί · υποψήφιοι · ψήφους · ψήφων
38 words
αγελάδα · αγελάδας · αλιγάτορας · βάτραχος · γάιδαρος · γεράκι · γουρούνι · δελφίνι · θηλαστικά · ιπποπόταμος · καρχαρίας · κατσίκα · κουνέλι · κροκόδειλος · μαϊμού · πρόβατο · ρινόκερους · σαλιγκάρι · φάλαινα · φίδι · χαμαιλέων · χταπόδι
22 words
πρόκειται να αγοράσω · πρόκειται να βοηθήσω · πρόκειται να βρεις · πρόκειται να βρω · πρόκειται να γράψεις · πρόκειται να διαβάσουν · πρόκειται να είμαι · πρόκειται να είμαστε · πρόκειται να είναι · πρόκειται να με υποστηρίξει · πρόκειται να πάω · πρόκειται να πας · πρόκειται να πει · πρόκειται να πιώ · πρόκειται να σε βοηθήσω · πρόκειται να σε περιμένω · πρόκειται να σε υποστηρίξω · πρόκειται να τον υποστηρίξω · πρόκειται να φάω · πρόκειται να φύγω
20 words
This is the Greek form comparable to the English;
I am going to help the child.
Πρόκειται να βοηθήσω το παιδί.
Αnother common translation is: I’m about to help the child.
Note:
These usually imply the immediate Future.
Very often the time is stated: I’m going to be there at nine o’clock. Πρόκειται να είμαι εκεί στις εννέα.
It denotes an action which we consider definite. E.g. We’ve planned it or we have tickets for a journey etc.
For verbs of action it could simply be: I’m leaving.
The form is very similar to the Future Simple but uses the phrase:
πρόκειται να … before the verb.
Here is a common verb to get you started:
πρόκειται να δω…………..I’m going to see.
πρόκειται να δεις………… You are going to see.
πρόκειται να δει…………..He/She/It is going to see.
πρόκειται να δούμε……....We’re going to see.
πρόκειται να δείτε………...You’re going to see.
πρόκειται να δουν………....They’re going to see.
θα έρθει · θα ακολουθήσουμε · θα απαντήσω · θα βρω · θα γίνει · θα γράψεις · θα είναι · θα κάνεις · θα μαγειρέψουν · θα μου δώσει · θα μου μιλήσει · θα νικήσει · θα ξεκινήσουν · θα πάει · θα παίξω · θα πω · θα σε δω · θα σε νικήσω · θα φας · θα φύγω · θα χρησιμοποιήσω
21 words
Used for an action or event that will take place in the future, with no interest in its duration.
Formation:
The Simple Future (Στιγμιαίος/Συνοπτικός Μέλλοντας) is formed by:
The particle θα (will, shall)
The verb in its Past Subjunctive * form
*To see how verbs are formed in Past Subjunctive, check the Tips and Notes for Past Subjunctive. Simple Future and Past Subjunctive DO NOT have the same usage, just the same verb forms (with different particles).
Πρόσωπο | Ενεστώτας | Στ. Μέλλοντας |
---|---|---|
εγώ | γράφω | θα γράψω |
εσύ | γράφεις | θα γράψεις |
αυτός/αυτή/αυτό | γράφει | θα γράψει |
εμείς | γράψουμε | θα γράψουμε |
εσείς | γράφετε | θα γράψετε |
αυτοί/αυτές/αυτά | γραφουν | θα γράψουν |
Πρόσωπο | Ενεστώτας | Στ. Μέλλοντας |
---|---|---|
εγώ | βλέπω | θα δω |
εσύ | βλέπεις | θα δεις |
αυτός/αυτή/αυτό | βλέπει | θα δει |
εμείς | βλέπουμε | θα δούμε |
εσείς | βλέπετε | θα δείτε |
αυτοί/αυτές/αυτά | βλέπουν | θα δουν |
Θα σε δω αύριο; - WillI see you tomorrow?
Θα γράψει ένα γράμμα στον πατέρα του. - He will write a letter to his father.
Δεν θα τους ξεχάσω ποτέ! - I will never forget them!
Πότε θα φύγουμε; - When will we leave?
Θα είμαι εκεί στις 11 το πρωί. - I’ll be there at 11 in the morning.
Θα πας στο σουπερμάρκετ; - Will you go to the supermarket?
άρρωστος · αίμα · ανάγκη · ασθένεια · ασθενοφόρο · αυτιά · βοήθεια · γλώσσα · δάχτυλα · δέρμα · δίαιτα · δόντια · εγκέφαλος · θεραπείας · ιός · καρδιά · καρκίνος · κεφάλι · κλινική · μάτι · μάτια · μαλλί · μύτη · νοσοκομείο · πλάτη · πρόσωπο · πόδια · στήθος · στόμα · σώμα · υγεία · φάρμακο · φροντίδα · χέρι · χέρια · χείλη · όραση · ώμος
38 words
αναζήτηση · γλώσσα · γράμμα · γραμματόσημο · δίκτυο · δημοσιογράφος · διάλογος · διαδίκτυο · διεύθυνση · ειδήσεων · επικοινωνία · επιστολή · εφημερίδα · ιστορία · κανάλια · κείμενο · μήνυμα · πληροφορία · συζήτηση · συνέντευξη · σχόλιο · ταχυδρομική κάρτα
22 words
άγαλμα · έκθεση · ήχος · βιολί · διαγωνισμός · εικόνα · ηθοποιός · θεατρικό έργο · κάμερα · κιθάρα · μουσική · μουσικό όργανο · μυθιστόρημα · νότα · πίνακας · παρτιτούρα · πιάνο · ποίηση · πρόβα · συλλογή · συναυλία · τέχνη · ταινία · τραγούδι · φλάουτο · φυσαρμόνικα · φωτογραφία · όπερα
28 words
άθλημα · αθλητές · αθλητικά · αρχηγός · βήμα · γήπεδο · γκολ · γκολφ · γυμναστήριο · δίχτυ · εισιτήρια · επίθεση · κύπελλο · μπάλα · μπάσκετ · ολυμπιακοί αγώνες · ομάδα · πάσα · πετοσφαίριση · ποδόσφαιρο · πολυτιμότερος παίκτης · πρωτάθλημα · σουτ · τένις · φίλαθλοι · χάντμπολ
26 words
The gerund, as in a verb that acts like a noun, is usually expressed as "the [fact] that I/you/he ...", i.e. you have to choose a person.
You can't just say "Smoking is harmful" but you have to say Το να καπνίζεις βλάπτει την υγεία σου "The fact that you smoke harms your health" or Το να καπνίζει κανείς βλάπτει την υγεία του "The fact that someone smokes harms his health".
So here, it's το να + verb.
Sometimes the το is not needed, e.g. Μου αρέσει [το] να κολυμπάω "I like swimming = I like [the fact] that I swim".
And in case you were asking about the present participle (which, by coincidence, looks like the gerund in English):
As an adverb, it's the unchangeable -οντας/-ώντας, e.g. Ήρθε στο δωμάτο τραγουδώντας "He/She came into the room singing".
Greek doesn't have continuous tenses, so there's no direct equivalent of "I am singing" or "He was playing".
gps · ανατολή · απέναντι · απόσταση · αριστερά · βόρεια · δίπλα · δεξιά · δύση · κάτω · κέντρο · κατεύθυνση · μπροστά · νότια · πάνω · πίσω · πυξίδα
17 words
ο ίδιος
1 words
The reflexive pronouns (αυτοπαθείς αντωνυμίες) are formed by the noun εαυτός (self) -accompanied by the article in the appropriate case- and the weak types of the personal pronouns (μου, σου, του, της, μας, σας, τους etc).
exp. o εαυτός μου (myself), οι εαυτοί τους(theirselves)
They are used when the action of the subject goes back to the subject itself.
They are used in the genitive and the accusative case (γενική and αιτιατική).
They can be used in the nominative case (ονομαστική) emphatically.
exp. Το μόνο που σκέφτεσαι είναι ο εαυτός σου! - The only one you think about is yourself!
Case | Singular | Plural |
---|---|---|
Nomιnative | (ο) εαυτός | (οι) εαυτοί |
Genitive | (του) εαυτού | (των) εαυτών |
Accusative | (τον) εαυτό | (τους) εαυτούς |
Usage Examples:
Προσέχω τον εαυτό μου - I look after myself.
Πρέπει να βρεις χρόνο για τον εαυτό σου. - You have to find time for yourself.
Κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη. - She looked at herself in the mirror.
Είναι κομμάτι του εαυτού του. - It’s a part of himself/him.
Περιγράψτε τους εαυτούς σας. - Describe yourselves.
Θα προστατεύσουμε τους εαυτούς μας! - We will protect ourselves!
Δεν προσπάθησαν να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους. - They didn’t try to defend themselves.
The definite pronouns (οριστικές αντωνυμίες) are:
exp. ο ίδιος (himself), η ίδια (herself), but εγώ ο ίδιος (I myself)
exp. μόνος μου ((by) myself), μόνοι μας ((by) ourselves)
They are used to make something or someone distinct from all the others of the same kind.
(Note: While these pronouns are considered to be reflexive in English, they are actually in two seperate categories in Greek. They do express reflexiveness.)
Case | Sing. Masc. | Sing. Fem. | Sing. Neut. | Plur. Masc. | Plur. Fem. | Plur. Neut. |
---|---|---|---|---|---|---|
Nomιnative | (ο) ίδιος | (η) ίδια | (το) ίδιο | (οι) ίδιοι | (οι) ίδιες | (τα) ίδια |
Genitive | (του) ίδιου | (της) ίδιας | (του) ίδιου | (των) ίδιων | (των) ίδιων | (των) ίδιων |
Accusative | (τον) ίδιο | (την) ίδια | (το) ίδιο | (τους) ίδιους | (τις) ίδιες | (τα) ίδια |
Case | Sing. Masc. | Sing. Fem. | Sing. Neut. | Plur. Masc. | Plur. Fem. | Plur. Neut. |
---|---|---|---|---|---|---|
Nomιnative | (ο) μόνος | (η) μόνη | (το) μόνο | (οι) μόνοι | (οι) μόνες | (τα) μόνα |
Genitive | (του) μόνου | (της) μόνης | (του) μόνου | (των) μόνων | (των) μόνων | (των) μόνων |
Accusative | (τον) μόνο | (την) μόνη | (το) μόνο | (τους) μόνους | (τις) μόνες | (τα) μόνα |
Usage examples:
Το έγραψε ο ίδιος. - He wrote it himself.
Παρέλαβε η ίδια το πακέτο. - She received the package herself.
Αυτό σου το είπαν οι ίδιοι; -Did they tell you that themselves?
Η ίδια η Μαρία πρότεινε να βγούμε έξω. - Mary herself suggested that we go out.
Αυτό το έκανα μόνος μου. - Ι did this myself.
Δες και μόνος σου! - See for yourself!
Γιατί την άφησες να πάει σπίτι μόνη της; - Why did you let her go home by herself?
Κάθονται εκεί πέρα μόνοι τους. - They are sitting over there by themselves.
είχα νικήσει
1 words
Past Perfect (Υπερσυντέλικος) is used to describe an action or event that occurred in the past. The action described by the verb in Past Perfect was completed before another past action or a certain time.
Formation:
The Past Perfect (Υπερσυντέλικος) is formed by:
the auxiliary verb έχω (have) in its past form
the infinitive of the past tense* of the verb ending in -ει.
*The infinitive used in Past Subjunctive.
Πρόσωπο | Υπερσυντέλικος |
---|---|
εγώ | είχα διαβάσει |
εσύ | είχες διαβάσει |
αυτός/αυτή/αυτό | είχε διαβάσει |
εμείς | είχαμε διαβάσει |
εσείς | είχατε διαβάσει |
αυτοί/αυτές/αυτά | είχαν διαβάσει |
Πρόσωπο | Υπερσυντέλικος |
---|---|
εγώ | είχα έρθει |
εσύ | είχες έρθει |
αυτός/αυτή/αυτό | είχε έρθει |
εμείς | είχαμε έρθει |
εσείς | είχατε έρθει |
αυτοί/αυτές/αυτά | είχαν έρθει |
Εκείνη την μέρα είχα φάει υπερβολικά πολύ. - That day I had eaten too much.
Είχε ήδη φύγει όταν πήγες σπίτι. - She had already left when you went home.
Όταν φτάσαμε στο χωριό, είχε ήδη ξεκινήσει να βρέχει. - When we arrived at the village, it had already started to rain.
Είχα ήδη τελειώσει την εργασία μου όταν με πήρες τηλέφωνο. - I had already finished my homework when you called me.
Είχα μείνει εκεί ως τις 11. - I had stayed there until 11’o clock.
Τα παιδιά είχαν κοιμηθεί πριν τις 9. - The children had slept before 9 o’clock.
Τον αναγνώρισα γιατί τον είχα δει στην τηλεόραση. - I recognized him because I’d seen him on TV.
άμμος · έδαφος · αέρας · βουνό · βροχή · γη · γρασίδι · δέντρα · δέντρο · θάλασσα · κάμπος · καιρός · καπνός · κλίμα · λουλούδι · ξύλο · πέτρα · περιβάλλον · πλανήτης · ποτάμι · σκόνη · σύμπαν · τοπίο · τριαντάφυλλο · φυτά · φυτό · φως · φωτιά · φύλλο · φύση · χιονοστιβάδα
31 words
The word for nature in Greek is η φύση. As in English it is used not only for the natural world (landscapes, the moon, the stars etc) but also for characteristics of people and objects.
Also, note that the definite article η usually accompanies the word φύση whereas we do not use it in English except for phrases:
Some examples:
English | Greek |
---|---|
He loves nature very much. | Του αρέσει πάρα πολύ η φύση. |
The forces of nature. | Οι δυνάμεις της φύσης. |
It is human nature. | Είναι στην ανθρώπινη φύση. |
Still life (art) | vεκρή φύση |
Unnatural | αφύσικος * |
Wild life | άγρια φύση |
Law of nature | νόμος της φύσης |
Mother nature | Mητέρα φύση |
*(“α” used as a prefix is similar to English “un”)
Some other vocabulary:
Η Γη--->the earth
Ο ήλιος--->the sun
Το έδαφος --->the soil
Η κοιλάδα --->the valley
Το ρυάκι --->the creek
Η ύπαιθρος ---> the outdoors
οἶνοψ πόντος Oînops póntos "Wine dark sea"
έκπληξη · ακολουθία · αλήθεια · απόφαση · διάστημα · δύναμη · εμπειρία · ενδιαφέρον · ευχαρίστηση · ζημιά · ζωή · θέση · θρησκεία · κίνηση · κατάσταση · κατεύθυνση · μίσος · μνήμη · μυστικό · πίστη · παράδειγμα · πραγματικότητα · προέλευση · προσπάθεια · πόθος · σκηνή · σκιά · σκοπός · συζήτηση · συμπεριφορά · σχέση · σχήμα · σύμβολο · σύνθημα · τίτλος · υπογραφή · φόβος · χαρακτήρας · χιούμορ · ψέμα · όφελος
41 words
Present Perfect (Παρακείμενος) is the tense that connects the past with the present, used for:
an action or event completed in the past - the result of which is detectable in the present
an action that happened at an indefinite time in the past
an action repeated in the past
past experiences
Formation:
The Present Perfect (Παρακείμενος) is formed by:
the auxiliary verb έχω (have) in its present form
the infinitive of the past tense* of the verb ending in -ει.
*The infinitive used in Past Subjunctive.
Πρόσωπο | Παρακείμενος |
---|---|
εγώ | έχω διαβάσει |
εσύ | έχεις διαβάσει |
αυτός/αυτή/αυτό | έχει διαβάσει |
εμείς | έχουμε διαβάσει |
εσείς | έχετε διαβάσει |
αυτοί/αυτές/αυτά | έχουν διαβάσει |
Πρόσωπο | Παρακείμενος |
---|---|
εγώ | έχω έρθει |
εσύ | έχεις έρθει |
αυτός/αυτή/αυτό | έχει έρθει |
εμείς | έχουμε έρθει |
εσείς | έχετε έρθει |
αυτοί/αυτές/αυτά | έχουν έρθει |
Αυτό το ζευγάρι παπούτσια έχει ήδη αγοραστεί. - This pair of shoes has already been bought.
Έχω ήδη ξυπνήσει! - I have already woken up!
Το συνέδριο δεν έχει αρχίσει ακόμη. - The meeting hasn’t started yet. Δεν έχω πάει ποτέ στην Γαλλία - I have never been to France.
Έχουμε πάει στην Αθήνα 3 φορές - We have been to Athens 6 times.
Έχεις φάει ποτέ παγωτό ανανά; - Have you ever eaten pineapple icecream?
Δεν έχει συμβεί τίποτα μέχρι τώρα - Nothing has happened until now.
Δεν έχω δει την Μαρία εδώ και δύο μήνες. - I haven’t seen Mary for two months now.
άκρη · αγάπη · απάντηση · αποτέλεσμα · απόδειξη · βραβείο · δραστηριότητα · είσοδος · εικόνα · εισαγωγή · ελευθερία · ελπίδα · εξοπλισμός · επιλογή · επιτυχία · ευγένεια · ευκαιρία · ευχή · θάνατος · θέα · κατασκευή · κατηγορία · λάθος · λίστα · λύση · μέλος · μέρος · νέα · ξεκούραση · ομάδα · παράσταση · παραγωγή · περίπτωση · περιγραφή · περιεχόμενο · πλευρά · προστασία · προφίλ · πρόβλημα · πτυχίο · ρεκόρ · σκοτάδι · συμφωνία · σωστό · σύστημα · υποκείμενο · φωνή · χρέωση
48 words
βιβλιοθήκη · δάσκαλος · διάλεξη · διδακτορικό · εκπαίδευση · εξάμηνο · μάθημα · μεταπτυχιακό · πανεπιστήμιο · παράδειγμα · παρουσίαση · ποίημα · πρόγραμμα · σπουδές · σχολείο · τεστ · τμήμα
17 words
Ο δάσκαλος and η δασκάλα are the male and female teachers of the Elementary/Primary school, called δημοτικό in Greek. Students call their teachers by their first name but with the honorific Κυρία (=Mrs) or Κύριος (=Mr) . Unmarried female teachers can be also called Δεσποινίς (Miss). The δημοτικό usually finishes at 12 or 1 pm but some students stay later at the ολοήμερο (=full day school). Here they have μεσημεριανό (=lunch) and do their homework (διαβάζουν).
After the δημοτικό, students go to the γυμνάσιο (= junior high/middle school) for 3 years (not to be confused with γυμναστήριο which is a gym or gymnasium in English). At the age of 15, students choose between γενικό λύκειο (=general high school) and τεχνικό λύκειο (=technical high school). Here they are taught by: ο καθηγητής or η καθηγήτρια.
Upon completion of the λύκειο (=high school), most of them continue on to τριτοβάθμια εκπαίδευση (=higher education). Here the teachers have the same titles as in secondary education ο καθηγητής or η καθηγήτρια. (=professors) .
There are three categories of higher education: 1) δημόσια/ιδιωτικά πανεπιστήμια (=public/private universities),
2) τεχνολογικά ινστιτούτα or simpler ΤΕΙ (=technological institutes)
3) ιδιωτικές σχολές (=private schools for higher education).
Students δίνουν εξετάσεις (=take exams) and get reports έλεγχοι each εξάμηνο (=semester).
When students take exams, there is a wish at the bottom of the sheet, reading Καλή επιτυχία (=Good luck). We wish you Καλή επιτυχία' for this skill too ;)
σύνολο
1 words
Adjectives have three degrees of comparison: Positive (Θετικός), Comparative (Συγκριτικός) and Superlative (Υπερθετικός).
The Positive degree (Θετικός βαθμός) is the base form of the adjective, that simply expresses a quality.
The Comparative degree (Συγκριτικός βαθμός) is used to express a higher degree of some quality. It is formed
e.g. όμορφος -> ομορφό-τερος, ψηλός -> ψηλό-τερος, βαθύς -> βαθύ-τερος
e.g. όμορφος -> πιο όμορφος, ψηλός -> πιο ψηλός, βαθύς-> πιο βαθύς
*Adjectives ending in -ης, -ης, -ες have the superlative suffix -έστερος, -έστερη, -έστερο.
e.g. δημοφιλής -> δημοφιλέστερος, σαφής -> σαφέστερος
In Greek, there are two kinds of superlative degrees.
The Relative Superlative (Σχετικός Υπερθετικός), is used to express that a noun has the highest degree of some quality (than every other similar object). It is formed
e.g. όμορφος -> ο ομορφότερος, μικρός -> ο μικρότερος, μακρύς -> ο μακρύτερος
e.g. όμορφος -> ο πιο όμορφος, μικρός -> ο πιο μικρός, μακρύς -> ο πιο μακρύς
The Absolute Superlative (Απόλυτος Υπερθετικός) is used to declare that the noun has a higher degree of some quality (without comparing to everything else). It is formed
e.g. ταχύς -> ταχύτατος, νέος -> νεότατος, ωραίος -> ωραιότατος
e.g. μεγάλος -> πολύ μεγάλος, νέος -> πολύ νέος, βαθύς -> πολύ βαθύς
*Adjectives ending in -ης, -ης, -ες have the superlative suffix -έστατος, -έστατη, -έστατο.
e.g. δημοφιλής -> δημοφιλέστατος, σαφής -> σαφέστατος, προφανής ->προφανέστατος
Θετικός (Positive) | Συγκριτικός (Comparative) | Συγκριτικός (Comparative) | Σχετ. Υπερθετικός (Superlative) | Σχετ. Υπερθετικός (Superlative) | Απολ. Υπερθετικός (Superlative) | Απολ. Υπερθετικός (Superlative) |
---|---|---|---|---|---|---|
Μονολεκτικά | Περιφραστικά | Μονολεκτικά | Περιφραστικά | Μονολεκτικά | Περιφραστικά | |
απλός | απλούστερος | πιο απλός | ο απλούστερος | ο πιο απλός | απλούστατος | πολύ απλός |
καλός | καλύτερος | πιο καλός | ο καλύτερος | ο πιο καλός | κάλλιστος/άριστος | πολύ καλός |
κακός | χειρότερος | πιο κακός | ο χειρότερος | ο πιο κακός | κάκιστος/χείριστος | πολύ κακός |
κοντός | κοντύτερος | πιο κοντός | ο κοντύτερος | ο πιο κοντός | κοντότατος | πολύ κοντός |
λίγος | λιγότερος | x | ο λιγότερος | ο πιο λίγος | ελάχιστος | πολύ λίγος |
πολύς | περισσότερος | πιο πολύς | ο περισσότερος | ο πιο πολύς | πλείστος | πάρα πολύς |
μακρύς | μακρύτερος | πιο μακρύς | ο μακρύτερος | ο πιο μακρύς | μακρύτατος | πολύ μακρύς |
μικρός | μικρότερος | πιο μικρός | ο μικρότερος | ο πιο μικρός | ελάχιστος | πολύ μικρός |
μεγάλος | μεγαλύτερος | πιο μεγάλος | ο μεγαλύτερος | ο πιο μεγάλος | μέγιστος | πολύ μεγάλος |
πρώτος | πρωτύτερος | x | ο πρωτύτερος | x | πρώτιστος | x |
Θετικός (Positive) | Συγκριτικός (Comparative) | Σχετ. Υπερθετικός (Superlative) | Απολ. Υπερθετικός (Superlative) |
---|---|---|---|
άνω | ανώτερος | ο ανώτερος | ανώτατος |
κάτω | κατώτερος | ο κατώτερος | κατώτατος |
άπω | απώτερος | ο απώτερος | απώτατος |
ένδον | ενδότερος | ο ενδότερος | ενδότατος |
έξω | εξώτερος | ο εξώτερος | x |
πλησίον | πλησιέστερος | ο πλησιέστερος | πλησιέστατος |
προτιμώ | προτιμότερος | ο προτιμότερος | x |
υπέρ | υπέρτερος | ο υπέρτερος | υπέρτατος |
προ | πρότερος | ο πρότερος | x |
Adjectives that DON’T have Comparative or Superlative forms:
Adjectives ending in -ής, -ιά, -ί (e.g. πορτοκαλής, πορτοκαλιά, πορτοκαλί)
Adjectives of matter (e.g. χρυσός, μάλλινος)
Adjectives of origin (e.g. αγγλικός, ελληνικός)
Αdjectives of relation (e.g. αδερφικός, πατρικός)
Adjectives of place (e.g. παραθαλάσσιος, ορεινός)
Adjectives of time (e.g φετινός, χθεσινός)
Αdjectives that describe a permanent situation (e.g. μισός, νεκρός)
See Tips & Notes for Verb: Past 1
αγγλία · αεροπλάνο · αναχώρηση · αυστραλία · αυτοκίνητο · βάρκα · βαλίτσα · γέφυρα · γαλλία · γερμανία · διαβατήριο · δρόμος · ευρώπη · ισπανικά · ιταλία · κίνα · λεωφορείο · μετρό · μοτοσικλέτα · περιπέτεια · πλοίο · ποδήλατο · πτήση · ρωσία · ταξίδι · τουρίστας · τουρκία · τρένο · χάρτης · όχημα
30 words
η οποία · ο οποίος · που · το οποίο · των οποίων · όπου
6 words
As relative elements (αναφορικά στοιχεία) you can use:
(1) Τhe pronoun ο οποίος, η οποία, το οποίο.
(2) The conjunction που (does not decline.)
A Greek relative pronoun (αναφορική αντωνυμία) agrees with the number and gender of its antecedent, that is, with the noun to which it refers.
! In English, the relative pronoun is gender indefinite.
How to use: form of the article (ο,η,το) + form of the pronoun οποίος, οποία, οποίο.
!Remember! This pronoun is not the interrogative pronoun, which is used in a question. Rather, the relative pronoun is usually translated as the first word of a dependent clause called a relative clause.
!Remember! A clause has a subject and verb, like a sentence, but a dependent clause cannot function by itself as a sentence, because the completion of its thought depends on the rest of the sentence. And this also means the main subject and main verb of the sentence will never be found in the relative clause.
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | ο οποίος | η οποία | το οποίο |
Genitive | του οποίου | της οποίας | του οποίου |
Accusative | τον οποίο(ν) | την οποία(ν) | το οποίο |
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | οι οποίοι | οι οποίες | τα οποία |
Genitive | των οποίων | των οποίων | των οποίων |
Accusative | τους οποίους | τις οποίες | τα οποία |
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | who | who | which |
Genitive | of whom/whose | of whom/whose | of which |
Accusative | whom | whom | which |
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | who | who | which |
Genitive | of whom/whose | of whom/whose | of which |
Accusative | whom | whom | which |
(2) The conjunction που , translated as that, can be used instead of the relative pronouns ο οποίος, η οποία, ο οποίο, in all cases (not recommended in genitive).
e.g. Are you thinking of the girl that you saw yesterday?
Σκέφτεσαι το κορίτσι το οποίο είδες χθες; / Σκέφτεσαι το κορίτσι που είδες χθες;
e.g. Ι have the pencil that you gave me.
Έχω το μολύβι το οποίο μου έδωσες. / Έχω το μολύβι που μου έδωσες.
e.g. Τhis is the boy whose father is a doctor.
Αυτό είναι το αγόρι του οποίου ο πατέρας είναι γιατρός. / Αυτό είναι το αγόρι που ο πατέρας του είναι γιατρός. (possessive του is needed).
βρέχεται · γράφεται · διαβάζεται · μαγειρεύεται · πίνεται · πληρώνεται · τρώγεται · φοριέται · χρησιμοποιείται
9 words
The Passive Voice is not used in Greek as commonly as in other languages. It is mainly used when we want to emphasize on the action.
Ενεργητική Φωνή (Active Voice)
Εγώ γράφω ένα βιβλίο - I write a book / I am writing a book
Παθητική φωνή (Passive Voice)
Ένα βιβλίο γράφεται (από εμένα) - A book is written (by me) / A book is being written (by me)
Ενεργητική Φωνή (Active Voice)
Εγώ έγραφα ένα βιβλίο - I was writing a book
Παθητική Φωνή (Passive Voice)
Ένα βιβλίο γραφόταν (από εμένα) - A book was being written (by me)
Ενεργητική Φωνή (Active Voice)
Εγώ έγραψα ένα βιβλίο - I wrote a book
Παθητική Φωνή (Passive Voice)
Ένα βιβλίο γράφτηκε (από εμένα) - A book was written (by me)
Ενεργητική Φωνή (Active Voice)
Εγώ θα γράφω ένα βιβλίο - I will be writing a book
Παθητική Φωνή (Passive Voice)
Ένα βιβλίο θα γράφεται (από εμένα) - A book will be being written (by me)
Ενεργητική Φωνή (Active Voice)
Εγώ θα γράψω ένα βιβλίο - I will write a book
Παθητική Φωνή (Passive Voice)
Ένα βιβλίο θα γραφτεί (από εμένα) - A book will be written (by me)
Ενεργητική Φωνή (Active Voice)
Εγώ έχω γράψει ένα βιβλίο - I have written a book
Παθητική Φωνή (Passive Voice)
Ένα βιβλίο έχει γραφθεί (από εμένα) - A book has been written (by me)
Ενεργητική Φωνή (Active Voice)
Εγώ είχα γράψει ένα βιβλίο - I had written a book.
Παθητική Φωνή (Passive Voice)
Ένα βιβλίο είχε γραφθεί (από εμένα) - A book had been written (by me)
Ενεργητική Φωνή (Active Voice)
Εγώ θα έχω γράψει ένα βιβλίο - I will have written a book
Παθητική Φωνή (Passive Voice)
Ένα βιβλίο θα έχει γραφθεί (από εμένα) - A book will have been written (by me)
άθροισμα · ένα · έντεκα · έξι · ανά · αριθμός · αρκετό · δέκα · δεκαέξι · δεκαεννιά · δεκαεπτά · δεκαοχτώ · δεκαπέντε · δεκατέσσερα · δεκατρία · δύο · δώδεκα · είκοσι · εβδομήντα · εκατομμύριο · εκατό · ενενήντα · εννέα · εξήντα · επτά · ζευγάρι · λιγότερο · μέσος · μέτρο · μηδέν · μισό · νούμερο · ογδόντα · οχτώ · πέντε · πενήντα · πλειοψηφία · πολλοί · πολύ · ποσό · σαράντα · σύνολο · τέσσερα · τελευταίος · τρία · τρίτος · τριάντα · χιλιάδες · ψηφίο
49 words
Disclaimer: Numerals are not accepted as translations for the numbers in this skill. The word must be fully written, for teaching purposes.
Numbers | Greek |
---|---|
0 | Μηδέν |
1 | Ένα |
2 | Δύο |
3 | Τρία] (but "τρεις η ώρα 3 o'clock etc) |
4 | Τέσσερα |
5 | Πέντε |
6 | Έξι |
7 | Εφτά |
8 | Οχτώ |
9 | Εννιά |
10 | Δέκα |
11 | Έντεκα |
12 | Δώδεκα |
13 | Δεκατρία |
14 | Δεκατέσσερα |
15 | Δεκαπέντε |
16 | Δεκαέξι |
17 | Δεκαεφτά |
18 | Δεκαοχτώ |
19 | Δεκαεννιά |
20 | Είκοσι |
30 | Τριάντα |
40 | Σαράντα |
50 | Πενήντα |
60 | Εξήντα |
70 | Εβδομήντα |
80 | Ογδόντα |
90 | Ενενήντα |
100 | Εκατό |
200 | Διακόσια |
300 | Τριακόσια |
400 | Τετρακόσια |
500 | Πεντακόσια |
600 | Εξακόσια |
700 | Εφτακόσια |
800 | Οχτακόσια |
900 | Εννιακόσια |
1000 | Χίλια |
1000000 | Ένα εκατομμύριο |
1000000000 | Ένα δισεκατομμύριο |
αδύνατο · φοβισμένος
2 words
Adjectives follow gender distinction: masculine, feminine, neuter. They decline as nouns and can be divided into groups according to the endings of the nominative singular.
Adjectives belonging to a certain group decline the same way.
Adjectives have to agree with the noun’s number, gender and case.
Note: Proparoxytone -> Accented on the third-to-last syllable/antepenult
Paroxytone -> Accented on the second-to-last syllable/penult
Oxytone -> Accented on the last syllable/ultima
These adjectives are always oxytone.
Case | Sing. Masc. | Sing. Fem. | Sing. Neut. | Pl. Masc. | Pl. Fem. | Pl. Neut. |
---|---|---|---|---|---|---|
Nom | (ο) βαρύς | (η) βαριά | (το) βαρύ | (οι) βαριοί | (οι) βαριές | (τα) βαριά |
Gen | (του) βαριού/βαρύ | (της) βαριάς | (του) βαριού/βαρύ | (των) βαριών | (των) βαριών | (των) βαριών |
Acc | (τον) βαρύ | (την) βαριά | (το) βαρύ | (τους) βαριούς | (τις) βαριές | (τα) βαριά |
Note: The adjectives’ genitive cases for the masculine and neuter gender are not too easy and convenient to use.
Note: Several adjectives of this category have ending exceptions:
exp. ο θρασύς - του θρασ-ύ
ο ταχύς - του ταχ-έος (less commonly του ταχύ)
ο φαρδύς- του φαρδ-ύ
Usage examples:
Ο βαθύς, μπλε ωκεανός - The deep, blue ocean
Τα μανίκια του φαρδιού πουκάμισου - The wide shirt’s sleeves/The sleeves of the wide shirt.
To ταξίδι θα είναι μακρύ. - The journey will be long.
These adjectives could be:
Paroxytone (θυελλώδης, -ης, -ες)
Oxytone (διεθνής, -ής, -ές)
Case | Sing. Masc. | Sing. Fem. | Sing. Neut. | Pl. Masc. | Pl. Fem. | Pl. Neut. |
---|---|---|---|---|---|---|
Nom | (ο) θυελλώδης | (η) θυελλώδης | (το) θυελλώδες | (οι) θυελλώδεις | (οι) θυελλώδεις | (τα) θυελλώδη |
Gen | (του) θυελλώδους | (της) θυελλώδους | (του) θυελλώδους | (των) θυελλωδών | (των) θυελλωδών | (των) θυελλωδών |
Acc | (τον) θυελλώδη | (την) θυελλώδη | (το) θυελλώδες | (τους) θυελλώδεις | (τις) θυελλώδεις | (τα) θυελλώδη |
Case | Sing. Masc. | Sing. Fem. | Sing. Neut. | Pl. Masc. | Pl. Fem. | Pl. Neut. |
---|---|---|---|---|---|---|
Nom | (ο) διεθνής | (η) διεθνής | (το) διεθνές | (οι) διεθνείς | (οι) διεθνείς | (τα) διεθνή |
Gen | (του) διεθνούς | (της) διεθνούς | (του) διεθνούς | (των) διεθνών | (των) διεθνών | (των) διεθνών |
Acc | (τον) διεθνή | (την) διεθνή | (το) διεθνές | (τους) διεθνείς | (τις) διεθνείς | (τα) διεθνή |
Note: The endings for the masculine and feminine gender are exactly the same, both in singular and plural.
Usage examples:
Ο διεθνής τύπος - The international press
H καριέρα του δημοφιλούς ποδοσφαιριστή - The popular
footballer’s carreer/The career of the popular footballer.
Το παιδί σας είναι απόλυτα υγιές- Your child is perfectly healthy.
Τhese adjectives are always oxytone.
Case | Sing. Masc. | Sing. Fem. | Sing. Neut. | Pl. Masc. | Pl. Fem. | Pl. Neut. |
---|---|---|---|---|---|---|
Nom | (ο) δεξής | (η) δεξιά | (το) δεξί | (οι) δεξιοί | (οι) δεξιές | (τα) δεξιά |
Gen | (του) δεξή | (της) δεξιάς | (του) δεξιού | (των) δεξιών | (των) δεξιών | (των) δεξιών |
Acc | (τον) δεξή | (την) δεξιά | (το) δεξί | (τους) δεξιούς | (τις) δεξιές | (τα) δεξιά |
Note: The adjectives ending in -ής,-ιά,-ί usually declare color, and derive form the correspoding nouns, i.e. βυσσινής (βύσσινο), δεξής (δεξί), κανελής (κανέλα), καφετής (καφέ), πορτοκαλής (πορτοκάλι), χρυσαφής (χρυσός/χρυσάφι)
Usage examples:
O καφετής σκύλος - The brown dog
Οι πορτοκαλιές κάλτσες - The orange socks
Ο χρυσαφής θρόνος - The golden throne
These adjectives could be:
Paroxytone (ενδιαφέρων, -ουσα, -ον)
Oxytone (παρών, -ούσα, -όν)
Case | Sing. Masc. | Sing. Fem. | Sing. Neut. | Pl. Masc. | Pl. Fem. | Pl. Neut. |
---|---|---|---|---|---|---|
Nom | (ο) τρέχων | (η) τρέχουσα | (το) τρέχον | (οι) τρέχοντες | (οι) τρέχουσες | (τα) τρέχοντα |
Gen | (του) τρέχοντος | (της) τρέχουσας | (του) τρέχοντος | (των) τρεχόντων | (των) τρεχουσών | (των) τρεχόντων |
Acc | (τον) τρέχοντα | (την) τρέχουσα | (το) τρέχον | (τους) τρέχοντες | (τις) τρέχουσες | (τα) τρέχοντα |
Case | Sing. Masc. | Sing. Fem. | Sing. Neut. | Pl. Masc. | Pl. Fem. | Pl. Neut. |
---|---|---|---|---|---|---|
Nom | (ο) παρών | (η) παρούσα | (το) παρόν | (οι) παρόντες | (οι) παρούσες | (τα) παρόντα |
Gen | (του) παρόντος | (της) παρούσης | (του) παρόντος | (των) παρόντων | (των) παρουσών | (των) παρόντων |
Acc | (τον) παρόντα | (την) παρούσα | (το) παρόν | (τους) παρόντες | (τις) παρούσες | (τα) παρόντα |
!Keep in mind that these adjectives are considered to be participles, and derive from verbs.
άνθρωποι · άνθρωπος · άτομο · ίδρυμα · επιτροπή · εχθρός · ζευγάρι · θύμα · κοινό · κοπέλα · κουλτούρα · κυρία · μωρό · νεολαία · πληθυσμός · πολίτης · συνέδριο · σχέση · φίλη · φίλος
20 words
Greek | English | Greek | English |
---|---|---|---|
άτομο | individual/person | νεολαία | youth |
άνθρωπος | human/person | κουλτούρα | culture |
πολίτης | citizen | κύριος | sir/mr |
φίλος | friend/boyfriend | κυρία | madam/mrs |
φίλη | friend/girlfriend | γέρος | old man |
κολλητός/κολλητή | best friend | γριά | old woman |
εχθρός | enemy | σχέση | relationship |
θύμα | victim | ηλικιωμένος | old person |
πληθυσμός | population | λαός | people |
ζευγάρι | couple | εργένης | bachelor |
Note: Proparoxytone -> Accented on the third-to-last syllable/antepenult
Paroxytone -> Accented on the second-to-last syllable/penult
Oxytone -> Accented on the last syllable/ultima
The vocative case is the case for a noun or adjective used:
(1) for identifying a person, animal, object, etc. being addressed,
(2) for making exclamatory remarks, or
(3) in apposition to another vocative.
A vocative is grammatically independent from the sentence with which it is placed. It does not serve the grammatical role of a subject, direct object or any other part of the actual sentence structure.
exp. I don’t know Mary - Δεν ξέρω την Μαρία (Μαρία as a direct object of the verb ‘ξέρω.’)
BUT I don't know, Mary - Δεν ξέρω, Μαρία. (Mαρία as a vocative expression that indicates the party being addressed)
For masculine singular:
exp. δάσκαλος - δάσκαλε, όμορφος - όμορφε, κύριος -κύριε, άνθρωπος - άνθρωπε
!First and last names follow this rule.
exp. Αλέξανδρος - Aλέξανδρε, Φίλιππος - Φίλιππε
exp. λύκος - λύκε, αστυνόμος - αστυνόμε, αθώος- αθώε
!First and last names do not follow this rule, and form vocative in -o.
exp. Γιώργος - Γιώργο, Πέτρος - Πέτρο, Μάρκος - Μάρκο
exp. στρατηγός - στρατηγέ, καλός - καλέ, φρουρός - φρουρέ, νεαρός - νεαρέ
!First and last names do not follow this rule, and form vocative in -o.
exp. πυροσβέστης-πυροσβέστη, but συνταγματάρχης - συνταγματάρχα, λυκειάρχης -λυκειάρχα
!First and last names do not follow this rule, and form vocative in -η.
exp. Γιάννης - Γιάννη, Σταμάτης - Σταμάτη
exp. μαθητής-μαθητή, but διευθυντής - διευθυντά, καθηγητής - καθηγητά, διοικητής- διοικητά
!First and last names do not follow this rule, and form vocative in -η.
(Note: The vocative in -α is formal, and commonly used in formal occasions.)
!First and last names follow this rule.
exp. Οδυσσέας - Οδυσσέα, Ορφέας - Ορφέα
For masculine plural: Vocative is the same as Nominative.
For feminine singular and plural : Vocative is the same as Nominative.
For neuter singular and plural: Vocative is the same as Nominative.
Usage Examples:
Μάλιστα κύριε! - Yes, sir!
Πού πας νεαρέ; - Where are you going, young man?
Καθηγητά, έχω μία ερώτηση - Professor, I have a question.
Ω Θεέ μου! - Oh my God!
Καλή προσπάθεια, φίλε μου - Good try, my friend.
έδαφος · αγορά · αεροδρόμιο · ακτή · αυλή · βορράς · γειτονιά · γραφείο · γωνία · δεξιά · διαδρομή · διεύθυνση · δωμάτιο · εκκλησία · ελλάδα · εστιατόριο · εσωτερικό · ζωολογικός · ζώνη · ιδιοκτησία · κάστρο · κέντρο · κήπος · κοιλάδα · κορυφή · κουζίνα · κτίριο · κωμόπολη · λεωφόρος · λιμάνι · μέρος · μέσα · μουσείο · μπάνιο · μπαρ · μπροστά · νεκροταφείο · νησί · ξενοδοχείο · πάρκο · παραλία · περιοχή · περιφέρεια · πλατεία · πόλη · πύργος · σινεμά · σταθμός · τμήμα · τοποθεσία · τράπεζα · φάρμα · φυλακή · χωριό · χώρα
55 words
The imperative mood (Προστακτική) expresses command.
It is used in the 2nd person singular and plural.
It can be Present (Προστακτική Ενεστώτα), Past (Προστακτική Αορίστου) and Present Perfect* (Προστακτική Παρακειμένου)
*not included in the course.
Present Imperative expresses duration or repetition of the action.
The Present Imperative is formed by:
The stem of the verb it its Simple Present form
The endings ε/ετε, α/ατε, or α/είτε after the stem of the verb
The particle μη(ν) + the subjunctive form of the verb (in 2nd singular or plural), for prohibitive usage.
Formation Example:
For verbs that end in -ω, use the endings -ε, -ετε.
For verbs that end in -ώ, use the endings -α, -ατε or -α, είτε.
For the verb γράφω: γράφ+ε, γράφ+ετε -> γράφε, γράφετε
For the verb αγαπώ: αγάπ-α, αγαπ-άτε -> αγάπα, αγαπάτε
For the verb τηλεφωνώ: τηλεφών-α, τηλεφων-είτε -> τηλεφώνα, τηλεφωνείτε
Usage Examples:
Γράφε/Γράφετε πιο γρήγορα. - Write faster.
Μίλα/Μιλάτε πιο καθαρά. - Speak clearer.
Τρώγε/Τρώτε πιο αργά. - Eat more slowly.
Past Imperative expresses non-continuation. The action is not ongoing, or the speaker is not interested in its duration.
The Past Imperative is formed by:
The stem of the verb it its Simple Past form
The endings -ε/-ες or -τε/είτε, -α or /-ήστε/-ήξτε/-άστε, after the stem of the verb
Formation Example:
For verbs that end in -ω, use the endings -ε/-ες, -τε.
For verbs that end in -ώ, use the endings -α,/-ήστε/-ήξτε/-άτε/-άστε.
For the verb γράφω: γράψ-ε, γράψ-τε -> γράψε, γράψτε
For the verb μπαίνω: μπ-ες, μπ-είτε -> μπες, μπείτε
For the verb κόβω: κόψ-ε, κόψ-τε -> κόψε, κόψτε
For the verb μιλώ: μίλ-α, μιλ-ήστε -> μίλα, μιλήστε
For the verb περνώ: πέρ-ασε/πέρν-α, περ-άστε -> πέρασε/πέρνα, περάστε
For the verb πηδώ: πήδ-α, πηδ-ήξτε ->πήδα, πηδήξτε
Usage Examples:
Μίλα/Μιλήστε μου! - Talk to me!
Πήγαινε/Πηγαίνετε/Πάνε/Πάτε για ύπνο, είναι αργά. - Go to sleep, it’s late.
Περίμενε/Περιμένετέ με, έρχομαι! - Wait for me, I’m coming!
Γράψε/Γράψτε τον αριθμό του τηλεφώνου σου/σας. - Write your phone number (down).
κάνει
1 words
Used for actions that happened at a specific moment in the past.
Forming rules:
Verbs that end in –ώνω form P.S. in –ωσα (μεγαλώνω-μεγάλωσα)
Verbs that end in –φω, -βω, -πτω form P.S. in –ψα (γράφω-έγραψα)
Verbs that end in –άζω form P.S in –σα or –ξα (διαβάζω- διάβασα)
Verbs that end in -αίνω form P.S. in –υνα (παχαίνω–πάχυνα)
Verbs that end in –εύω form P.S in –εψα (μαγειρεύω-μαγείρεψα)
Verbs that end in –ίζω form P.S. in –ισα (σκουπίζω-σκούπισα)
Verbs that are oxytone form P.S. in –ησα (ρωτάω/ρωτώ-ρώτησα)
When forming the Past Simple, the accent mark moves to the third from the end syllable.
If there is no such syllable and the verb begins with a consonant, then an extra syllable (ε) is added in front of the verb.
κάνω - έ-κανα, but κάνουμε - κάναμε
!Remember! One-syllable and two-syllable verbs need an extra syllable (ε) (with a few exceptions in irregular verbs; see the table below). The extra ε is always accented.
παίζω - έ-παιξα, δίνω – έ-δωσα, κλαίω - έ-κλαψα, στέλνω -έ-στειλα
If the verb begins with ε- or α- and that ε- or α- is going to be accented by the moved accented mark, then it can be changed to η- , although that is not necessary.
ελπίζω - ήλπιζα or έλπιζα, αυξάνω - αύξησα or ηύξησα
This change is very common for the ε- but rare for the α-. Using it makes the speech sound more refined and formal.
For verbs that consist of a preposition and a verb, the rules above apply for its verb part.
διακόπτω = δια+κόπτω -> δια+έκοψα = διέκοψα
προσαυξάνω = προς+αυξάνω -> προς+αύξησα or προς+ηύξησα = προσαύξησα or προσηύξησα.
Ενεστώτας | Αόριστος | Ενεστώτας | Αόριστος |
---|---|---|---|
ανεβαίνω | ανέβηκα | λέω | είπα |
κατεβαίνω | κατέβηκα | πίνω | ήπια |
βρίσκω | βρήκα | θέλω | θέλησα |
μπαίνω | μπήκα | τρώω | έφαγα |
βγαίνω | βγήκα | παίρνω | πήρα |
πηγαίνω | πήγα | μεθώ | μέθυσα |
μένω | έμεινα | φεύγω | έφυγα |
πλένω | έπλυνα | αθροίζω | άθροισα |
βλέπω | είδα | ντύνω | έντυσα |
Ενεστώτας | Αόριστος |
---|---|
(εγώ) τρώω | (εγώ) έφαγα |
(εσύ) τρως | (εσύ) έφαγες |
(αυτός/αυτή/αυτό) τρώει | (αυτός/αυτή/αυτό) έφαγε |
(εμείς) τρώμε | (εμείς) φάγαμε |
(εσείς) τρώτε | (εσείς) φαγατε |
(αυτοί/αυτές/αυτά) τρώνε | (αυτοί/αυτές/αυτά) φάγανε/έφαγαν |
Ενεστώτας | Αόριστος |
---|---|
(εγώ) μιλάω | (εγώ) μίλησα |
(εσύ) μιλάς | (εσύ) μίλησες |
(αυτός/αυτή/αυτό) μιλά/μιλάει | (αυτός/αυτή/αυτό) μίλησε |
(εμείς) μιλάμε | (εμείς) μιλήσαμε |
(εσείς) μιλάτε | (εσείς) μιλήσατε |
(αυτοί/αυτές/αυτά) μιλούν/μιλάνε | (αυτοί/αυτές/αυτά) μίλησαν/μιλήσανε |
άλλο · έτσι · ήδη · ακριβώς · ακόμα · απλώς · αργά · αργότερα · αρκετά · γενικά · γρήγορα · εδώ · ειδικά · εκεί · επίσης · επιτέλους · εύκολα · κάποιες φορές · καλά · μαζί · μακριά · μόνο · ξανά · οπουδήποτε · ούτε · πάντα · πάρα · περίπου · περισσότερο · πιθανώς · πολύ · ποτέ · πραγματικά · προφανώς · σιγά · συνήθως · σχεδόν · σύντομα · τέλεια · τελείως · τουλάχιστον · τόσο · τότε · τώρα · φορά · φυσιολογικά · όσο
47 words
Adverbs are indeclinable words.
-They can modify a verb, an adjective, another adverb or a whole sentence.
-They indicate place, time, manner, etc.
Greek | English | Greek | English |
---|---|---|---|
σήμερα | today | σύντομα | soon |
αύριο | tomorrow | ήδη | already |
χθες | yesterday | ακόμα | still/yet |
μεθαύριο | the day after tomorrow | πότε | when |
προχθές | the day before yesterday | τότε | then |
απόψε | tonight | πριν | before/ago |
τώρα | now | μετά | after |
αργά | late | αργότερα | later |
νωρίς | early | πρόσφατα | recently |
κάποτε | once/sometime | φέτος | this year |
άλλοτε | once/another time | πέρ(υ)σι | last year |
επιτέλους | finally | αμέσως | immediately |
όποτε/οποτεδήποτε | whenever | τελευταία | lately |
όλο | constantly/all the time | όλη την ώρα | all the time |
Greek | English |
---|---|
εδώ | here |
εκεί | there |
πού | where |
μέσα | inside |
έξω | outside |
παντού | everywhere |
οπουδήποτε | anywhere |
πουθενά | nowhere |
Greek | English |
---|---|
πώς | how |
όπως | however |
έτσι | like so/so |
αλλιώς | otherwise |
κάπως | somehow |
μαζί | together |
χώρια/χωριστά | seperately |
Greek | English |
---|---|
πάντα | always |
ποτέ | never/ever |
σπάνια | rarely |
συχνά | often |
μερικές φορές | sometimes |
μία φορά | once |
δύο φορές/ δις | twice |
κάθε μέρα | every day |
Greek | English |
---|---|
πόσο | how much |
όσο | however much |
τόσο | this much/so much |
λίγο | a little |
πολύ | much |
αρκετά | enough |
περίπου | about |
σχεδόν | almost |
περισσότερο | more |
λιγότερο | less |
πάνω κάτω | give or take |
Greek | English |
---|---|
ευτυχώς | fortunately |
δυστυχώς | unfortunately |
σίγουρα | certainly |
πραγματικά | really |
ειλικρινά | honestly |
ίσως | maybe |
τελικά | eventually |
Adverbs ending in -α are formed by:
-Adjectives ending in -ος, -η, -ο
όμορφος - όμορφα, καλός - καλά, ξαφνικός - ξαφνικά
-Adjectives ending in -ος, -ιά, -ο
γλυκός - γλυκά, ωραίος - ωραία, τελευταίος - τελευταία
-Αdjectives ending in -ύς, -ά, -ύ
βαθύς - βαθιά, μακρύς - μακριά, πλατύς - πλατιά
-Past participles
δικαιολογημένος - δικαιολογημένα, συγκεκριμένος - συγκεκριμένα, μπερδεμένος - μπερδεμένα
Adverbs ending in -ως are formed by:
-Adjectives ending in -ης, -ης, -ες
ακριβής - ακριβώς, διεθνής - διεθνώς, προφανής - προφανώς
-Adjectives ending in -ων, -ούσα, -ον
επείγων - επειγόντως, παρεμπίπτων - παρεμπιπτόντως, δέων - δεόντως
-Adjectives ending in -ος and past participles
αδιάκριτος - αδιακρίτως, αεροπορικός - αεροπορικώς, κύριος -κυρίως
Adverbs ending in -έως are formed by:
-Adjectives in ending in -ύς, -εία, -ύ
ευθύς - ευθέως, ταχύς - ταχέως, ευρύς - ευρέως
(Note:Τhese adjectives are not too commonly used.)
!There are a lot of adjectives that form adverbs both in -ως and -α. The forms that end in -α are usually more commonly used than the forms of -ω. Some of these pairs do have the same meaning.
exp. κλινικά/κλινικώς, απόλυτα/απολύτως, βέβαια/βεβαίως, αιώνια/αιωνίως, μάταια/ματαίως, τελικά/τελικώς, τυχαία/τυχαίως
However, there are also pairs that have different meanings.
exp. εκτάκτως -> without planning in advance BUT έκτακτα -> great
ιδιαιτέρως -> privately BUT ιδιαίτερα -> a lot, much
ευχαρίστως -> with pleasure BUT ευχάριστα -> nicely
αμέσως -> instantly BUT άμεσα -> directly
δίνει
1 words
For Modern Greek tenses and the conjugation of these two verbs see the notes in the 'Auxiliary Verbs' skill.https://incubator.duolingo.com/courses/el/en/editor/66ec9d611e21adc231449b799ae7aed1
Greek Present Tense does not differentiate between simple (a one-time action: we drink water = πίνουμε νερό) and a: continuous action: we are drinking = πίνουμε
Verbs in Greek do not need to be preceded by the Personal Pronoun: εγώ, εσύ etc. (Similar to Portuguese and Spanish). The person is shown by the ending an the context: θέλω παγωτό >I want ice cream (of course you can use the Personal Pronoun to clarify or for emphasis if you wish αυτός θελει παγωτό > he* wants ice cream.
The INFINITIVE: we use the first person of the verb with nothing in front: δίνω* = to give
The use of the infinitive in sentences e.g. “He wants to go to the park.” will be seen in a later unit.
HOW TO FORM THE PRESENT TENSE: To the root form of the verb: e.g. from δίνω we use διν… and add the ending for that verb. So, for this type which is the most common you get:
Person | Greek | English |
---|---|---|
First person | (Εγώ) δίνω | I give |
Second person | (Εσύ) δίνεις | You give |
Third person | (Αυτός/αυτή/αυτό) δίνει | He/she/ it gives |
Person | Greek | English |
---|---|---|
First person | (Εμείς) δίνουμε | We give |
Second person | (Εσείς) δίνετε | You give |
Third person | (Αυτοί/αυτές/αυτά) δίνουν/δίνουνε | They give |
Note the two forms for YOU: δίνεις = you give >singular and δίνετε = you give plural and formal.
ΑΡΕΣΕΙ
Finally, note this form that will appear unusual for English speakers.
To say: I like the puppy. we will say: "Μου αρέσει το κουτάβι This technically translates to: "The puppy is liked by me," Actually it simply means. "I like the puppy." For other persons you simply use the necessary pronoun (σου, του, της etc) . "αρέσει" does not change.
NEGATIVE FORMS: Negatives are formed by adding δεν before the main verb. Δεν πίνω καφέ. > I do not (don't) drink coffee.
QUESTIONS do not change their word order. They just receive the GREEK question mark which looks just like a semicolon “;” and change in intonation when spoken. The Greek question mark can be found on the Q when you are using a Greek keyboard.
CONTRACTING VERBS Συνηρημένα Ρήματα
There are some verbs that can be conjugated in multiple ways. Verbs ending in -αω fall in this category. (such as περπατάω-περπατώ, αγαπάω-αγαπώ, κολυμπάω-κολυμπώ)
They are conjugated as follows:
Person | Greek | English |
---|---|---|
First person | (Εγώ) αγαπάω/αγαπώ | I love |
Second person | (Εσύ) αγαπάς | You love |
Third person | (Αυτός/αυτή/αυτό) αγαπάει/αγαπά | He/she/ it loves |
Person | Greek | English |
---|---|---|
First person | (Εμείς) αγαπούμε/αγαπάμε | We love |
Second person | (Εσείς) αγαπάτε | You love |
Third person | (Αυτοί/αυτές/αυτά) αγαπούν/αγαπούνε/αγαπάν/αγαπάνε | They love |
Αποθετικά Ρήματα Active Verbs that use Passive Verb endings...
These verbs show action but have passive voice endings (such as κοιμάμαι=sleep, θυμάμαι=remember etc)
They are conjugated as follows:
Person | Greek | English |
---|---|---|
First person | (Εγώ) κοιμούμαι/κοιμάμαι | I sleep |
Second person | (Εσύ) κοιμάσαι | You sleep |
Third person | (Αυτός/αυτή/αυτό) κοιμάται | He/she/ it sleeps |
Person | Greek | English |
---|---|---|
First person | (Εμείς) κοιμούμαστε/κοιμόμαστε | We sleep |
Second person | (Εσείς) κοιμάστε/κοιμόσαστε | You sleep |
Third person | (Αυτοί/αυτές/αυτά) κοιμούνται/κοιμόνται | They sleep |
αλυσίδα · αντικείμενο · γράμμα · γραφείο · δώρο · καθρέφτης · καλάθι · καμπάνα · καναπές · καρέκλα · κινητό · κομμάτι · κουτάλι · κουτί · κούπα · κρεβάτι · λάμπα · μαχαίρι · μηχανή · μπαταρία · μπολ · μπουκάλι · μυθιστόρημα · ντουλάπι · ξυράφι · οδοντόβουρτσα · οδοντόπαστα · οθόνη · ομπρέλα · πάτωμα · παιχνίδι · παράθυρο · περιοδικό · πιρούνι · πισίνα · πορτοφόλι · ποτήρι · πράγμα · πόρτα · ρίζα · ραδιόφωνο · ρολόι · ρόδα · σαπούνι · σεντόνι · σημαία · σκεπή · σφουγγάρι · τηγάνι · τηλέφωνο · τηλεόραση · τοίχος · τραπέζι · τσάντα · υπολογιστής · χαρτί · χτένα · ψαλίδι
58 words
έπιπλο · αποθήκη · βιβλιοθήκη · βρύση · καλοριφέρ · καναπές · κουζίνα · κρεβάτι · μαξιλάρι · νεροχύτης · ντουλάπα · ντους · οδοντόκρεμα · οροφή · πάτωμα · παράθυρο · πολυθρόνα · πόρτα · σαλόνι · σκάλα · σοφίτα · τουαλέτα · τραπεζαρία · υπνοδωμάτιο · υπόγειο · φούρνος · φωτιστικό · χαλί · χολ · ψυγείο
30 words
Some basic vocabulary to familiarize you with a Greek household:
Greek | Gender | English |
---|---|---|
το δωμάτιο | neuter | the room |
το σπίτι | neuter | the house |
η τραπεζαρία | feminine | the dining room |
η κουζίνα | feminine | the kitchen/the stove |
το καθιστικό / το σαλόνι | neuter / neuter | the living room |
η κρεβατοκάμαρα / το υπνοδωμάτιο | feminine / neuter | the bedroom |
το μπάνιο / η τουαλέτα | neuter / feminine | the bathroom / the toilet |
το χολ | neuter | the hall |
η αυλή | feminine | the yard |
ο κήπος | masculine | the garden |
το μπαλκόνι | neuter | the balcony |
το ασανσέρ / ο ανελκυστήρας | neuter / masculine | the elevator / the lift |
το ρετιρέ | neuter | the penthouse |
Some items we find in a house:
Greek | Gender | English |
---|---|---|
τα έπιπλα (plural) | neuter | the furniture |
το κρεβάτι / το ντιβάνι | neuter / neuter | the bed |
το ντουλάπι | neuter | the cupboard |
ο καναπές | masculine | the sofa |
το τραπέζι | neuter | the table |
η ντουλάπα | feminine | the closet / the wardrobe |
η καρέκλα | feminine | the chair |
η πολυθρόνα | feminine | the armchair |
το ντους | neuter | the shower |
η μπανιέρα | feminine | the bathtub |
ο νιπτήρας | masculine | the sink |
το ψυγείο | neuter | the refrigerator / the fridge |
ο φούρνος | masculine | the oven |
το τηλέφωνο | neuter | the telephone / the phone |
το καλοριφέρ | neuter | the radiator |
το κλιματιστικό / το air conditioner | neuter / neuter | the air conditioner |
Some verbs about a house:
Greek (present simple) | Greek (past simple) | English (present simple) |
---|---|---|
κατοικώ | κατοίκησα | live / reside |
νοικιάζω | νοίκιασα | rent (from someone) |
καθαρίζω | καθάρισα | clean |
κλείνω / σβήνω | έκλεισα / έσβησα | turn off |
ανάβω | άναψα | turn on the light |
ανοίγω | άνοιξα | turn on / open |
έρχεται · ακολουθούν · ακολουθώ · αλλάζουμε · αλλάζω · ανατρέφεις · ανατρέφετε · ανατρέφουμε · ανατρέφω · αποτυγχάνει · αποτυγχάνω · δίνεις · δείχνει · δείχνεις · δείχνουμε · δοκιμάζετε · δουλεύουμε · δουλεύω · ελπίζω · επιστρέφει · επιστρέφουν · ευχαριστώ · ευχόμαστε · ζω · θυμάμαι · καλεί · καλείτε · κοιτάζω · μελετώ · νιώθεις · νομίζεις · νομίζετε · νομίζουν · νομίζω · παίρνει · παίρνεις · παίρνω · παρουσιάζει · παρουσιάζουμε · παρουσιάζουν · πιστεύουμε · πιστεύω · προσφέρουν · ρωτάτε · ρωτώ · στέλνει · στέλνεις · στέλνω · σταματά · σταματάμε · συμπεριλαμβάνει · σώζουμε · υπογράφουν · υπογράφω · χρειάζονται · ψάχνει · ψάχνω
57 words
For a more in-depth view of Present Tense see the Tips & Notes in Present 1.
HOW TO FORM THE PRESENT TENSE: To the root form of the verb: e.g. from δίνω we use διν… and add the ending for that verb. So, for this type which is the most common you get:
Person | Greek | English |
---|---|---|
First person | (Εγώ) δίνω | I give |
Second person | (Εσύ) δίνεις | You give |
Third person | (Αυτός/αυτή/αυτό) δίνει | He/she/ it gives |
Person | Greek | English |
---|---|---|
First person | (Εμείς) δίνουμε | We give |
Second person | (Εσείς) δίνετε | You give |
Third person | (Αυτοί/αυτές/αυτά) δίνουν/δίνουνε | They give |
Note the two forms for YOU: δίνεις = you give >singular and δίνετε = you give plural and formal.
ΑΡΕΣΕΙ
Finally, note this form that might appear odd for English speakers.
Μου αρέσει το κουτάβι. = I like the puppy.
This technically translates to: "The puppy is liked by me," Actually it simply means "I like the puppy." For other persons you simply use the necessary pronoun (σου, του, της etc) . "αρέσει" does not change.
άριστη · ίδια · ακριβός · ανεξάρτητο · ανθρώπινη · ανοιχτό · απαραίτητη · αριστερός · βασικό · βρώμικο · γενική · γρήγορος · δίγλωσση · δημοφιλής · διάσημη · διαφορετική · δύσκολη · ενδιαφέρων · επίσημος · επόμενο · εύκολο · ζεστό · ζωντανός · θετικό · ιδιαίτερο · ιστορική · καθαρό · κακή · καλός · κουρασμένη · μικρός · ξύλινο · πιθανό · πολιτιστική · πραγματική · προσωπικός · πρόσφατο · σημαντική · στρατιωτική · σύγχρονη · τέλεια · τελική · τοπικό · υπεύθυνος · φυσιολογική · χαρούμενος · ωραίος · όμορφο
48 words
Adjectives follow gender distinction: masculine, feminine, neuter. They decline as nouns and can be divided into groups according to the endings of the nominative singular.
Adjectives belonging to a certain group decline the same way.
Adjectives have to agree with the noun’s number, gender and case.
Note:
Proparoxytone -> Accented on the third syllable from the end
Paroxytone -> Accented on the next to last syllable/penult accent
Oxytone -> Accented on the last syllable/ultima
This group includes all the adjectives whose stem ends in a consonant or a (unstressed) vowel besides ι. These adjectives could be:
Proparoxytone (όμορφος, -η, -ο)
Paroxytone (µαύρος, -η, -ο)
Oxytone (µικρός, -ή, -ό)
Case | Sing. Masc. | Sing. Fem. | Sing. Neut. |
---|---|---|---|
Nom | (ο) όμορφος | (η) όμορφη | (το) όμορφο |
Gen | (του) όμορφου | (της) όμορφης | (του) όμορφου |
Acc | (τον) όμορφο | (την) όμορφη | (το) όμορφο |
Case | Pl. Masc. | Pl. Fem. | Pl. Neut. |
---|---|---|---|
Nom | (οι) όμορφοι | (οι) όμορφες | (τα) όμορφα |
Gen | (των) όμορφων | (των) όμορφων | (των) όμορφων |
Acc | (τους) όμορφους | (τις) όμορφες | (τα) όμορφα |
Case | Sing. Masc. | Sing. Fem. | Sing. Neut. |
---|---|---|---|
Nom | (ο) μαύρος | (η) μαύρη | (το) μαύρο |
Gen | (του) μαύρου | (της) μαύρης | (του) μαύρου |
Acc | (τον) μαύρο | (την) μαύρη | (το) μαύρο |
Case | Pl. Masc. | Pl. Fem. | Pl. Neut. |
---|---|---|---|
Nom | (οι) μαύροι | (οι) μαύρες | (τα) μαύρα |
Gen | (των) μαύρων | (των) μαύρων | (των) μαύρων |
Acc | (τους) μαύρους | (τις) μαύρες | (τα) μαύρα |
Case | Sing. Masc. | Sing. Fem. | Sing. Neut. |
---|---|---|---|
Nom | (ο) μικρός | (η) μικρή | (το) μικρό |
Gen | (του) μικρού | (της) μικρής | (του) μικρού |
Acc | (τον) μικρό | (την) μικρή | (το) μικρό |
Case | Pl. Masc. | Pl. Fem. | Pl. Neut. |
---|---|---|---|
Nom | (οι) μικροί | (οι) μικρές | (τα) μικρά |
Gen | (των) μικρών | (των) μικρών | (των) μικρών |
Acc | (τους) μικρούς | (τις) μικρές | (τα) μικρά |
!Remember! Adjectives ending in –ος,-η,-ο and –ός,-ή,-ό are conjugated the same way. The only element that’s different is the stress.
Usage Examples:
Αυτός ο άντρας είναι ψηλός – This man is tall.
Οι τσέπες του κόκκινου παλτού – The pockets of the red coat/ The red coat’s pockets.
Είδες εκείνο το όμορφο κορίτσι; - Did you see that beautiful girl?
Έι, όμορφε! – Hey handsome!
The conjugation is similar to the one of the first group (-ος, -η, -o), With the exception of the feminine singular. This group includes all the adjectives whose stem ends in ι (stressed or not stressed) or in any other vowel. These adjectives could be:
Proparoxytone (άγριος, -α,-ο)
Paroxytone (κρύος, -α, -ο)
Oxytone (γλυκός, -ά, -ό)
Some adjectives whose stem does not end in a vowel (γκρίζος, µοντέρνος, παρθένος, σκούρος) and adjectives that end in -ούργος,- ούχος, -φόρος (πανούργος, προνομιούχος, καρποφόρος) are also included in this group.
Case | Sing. Masc. | Sing. Fem. | Sing. Neut. |
---|---|---|---|
Nom | (ο) άγριος | (η) άγρια | (το) άγριο |
Gen | (του) άγριου | (της) άγριας | (του) άγριου |
Acc | (τον) άγριο | (την) άγρια | (το) άγριο |
Case | Pl. Masc. | Pl. Fem. | Pl. Neut. |
---|---|---|---|
Nom | (οι) άγριοι | (οι) άγριες | (τα) άγρια |
Gen | (των) άγριων | (των) άγριων | (των) άγριων |
Acc | (τους) άγριους | (τις) άγριες | (τα) άγρια |
Case | Sing. Masc. | Sing. Fem. | Sing. Neut. |
---|---|---|---|
Nom | (ο) κρύος | (η) κρύα | (το) κρύο |
Gen | (του) κρύου | (της) κρύας | (του) κρύου |
Acc | (τον) κρύο | (την) κρύα | (το) κρύο |
Case | Pl. Masc. | Pl. Fem. | Pl. Neut. |
---|---|---|---|
Nom | (οι) κρύοι | (οι) κρύες | (τα) κρύα |
Gen | (των) κρύων | (των) κρύων | (των) κρύων |
Acc | (τους) κρύους | (τις) κρύες | (τα) κρύα |
Case | Sing. Masc. | Sing. Fem. | Sing. Neut. |
---|---|---|---|
Nom | (ο) γλυκός | (η) γλυκιά | (το) γλυκό |
Gen | (του) γλυκού | (της) γλυκιάς | (του) γλυκού |
Acc | (τον) γλυκό | (την) γλυκιά | (το) γλυκό |
Case | Pl. Masc. | Pl. Fem. | Pl. Neut. |
---|---|---|---|
Nom | (οι) γλυκοί | (οι) γλυκές* | (τα) γλυκά |
Gen | (των) γλυκών | (των) γλυκών | (των) γλυκών |
Acc | (τους) γλυκούς | (τις) γλυκές | (τα) γλυκά |
*ι in feminine plural is dropped.
Some adjectives ending in -κος, -κός, -θός, -χός (γνωστικός, ξανθός, φτωχός) have two feminine endings, both -ια/ιά and -η/ή (ξανθιά and ξανθή, φτωχιά and φτωχή).
Usage examples:
Είσαι πολύ γλυκιά. –You are very sweet.
Η πόρτα του παλιού σπιτιού. – The door of the old house/The old house’s door.
Φοράω τo καινούριο μου φόρεμα – Ι’m wearing my new dress.
ή · αλλά · αν · αν και · επειδή · και · να · ωστόσο · όποτε · όταν · ότι
11 words
Greek | English |
---|---|
και / κι | and |
ή | or |
ούτε | neither |
ούτε...ούτε | neither … nor |
είτε...είτε | either ...or |
αλλά | but |
όμως | however |
ενώ | while |
όταν | when |
πριν | before |
γιατί | why*** |
επειδή | because |
αν | if/whether |
να | to |
για να | in order to |
που, πως, ότι* | that |
γιατί, επειδή, διό*τι | because |
"που” that / πού where * “πως”, that / πώς how “ότι” that / ό,τι what, whatever
ΓΙΑΤΊ*/WHY||BECAUSE**
“Γιατί” is often used as a reply to a question beginning with: “Γιατί”.
For example: Γιατί είσαι άρρωστος (Why are you ill?) Γιατί κόλησα τη γρύπη ( Because I caught the flu. )
More formal would be: επειδή, διότι.
αγρότης · αξιωματικός · αρχιτέκτονας · αστυνομία · αφεντικό · γιατρός · γραμματέας · διευθυντής · δικαστής · δικηγόρος · δουλειά · επάγγελμα · επαγγελματίας · εργάτης · εργασία · ηθοποιός · καλλιτέχνης · καπετάνιος · καριέρα · μάγειρας · μαθητής · μηχανικός · μοντέλο · προσωπικό · προϊστάμενος · σερβιτόρα · σερβιτόρος · στρατιώτης · συγγραφέας · συντάκτης · φύλακας
31 words
A short list of occupations:
Greek masculine | Greek feminine | English |
---|---|---|
ο εργάτης | η εργάτης / η εργάτρια | the worker |
ο ναύτης | η ναύτης | the sailor |
ο αγρότης | η αγρότισσα | the farmer |
ο οδηγός | η οδηγός | the driver |
ο δάσκαλος | η δασκάλα | the teacher (elementary school) |
ο καθηγητής | η καθηγήτρια | the teacher (middle school & university) |
ο μαθητής | η μαθήτρια | the student (school) |
ο φοιτητής | η φοιτήτρια | the student (university) |
ο μεταφραστής | η μεταφράστρια | the translator |
ο γιατρός / ο ιατρός | η γιατρός / η ιατρός | the doctor |
ο ηθοποιός | η ηθοποιός | the actor / the actress |
ο αστυνομικός / ο αστυνόμος | η αστυνομικός / η αστυνόμος | the policeman / the policewoman |
ο πωλητής | η πωλήτρια | the salesman / the saleswoman |
ο δικαστής | η δικαστής | the judge |
ο δικηγόρος | η δικηγόρος | the lawyer |
ο διευθυντής | η διευθύντρια | the director/ the principal (school) |
ο στρατιώτης | η στρατιωτίνα | the soldier |
ο μάγειρας | η μαγείρισσα | the cook |
Examples: ο/η δικηγόρος (the lawyer), o/η έμπορος (the merchant), o/η πρόεδρος (the president), ο/η κτηνίατρος (the vet), ο/η κτηνοτρόφος (the livestock-breeder), o/η μελισσοκόμος (the beekeeper), ο/η αστυνόμος (the police officer).
Examples: o/η γιατρός (the doctor), ο/η παιδαγωγός (the educator), ο/η μηχανικός (the mechanic), ο/η στιχουργός (the lyricist), ο/η στρατιωτικός (the military officer), ο/η ηθοποιός (the actor/actress), ο/η θυρωρός (the doorkeeper)
Notes:
A few nouns ending in -κόμος (e.g. νοσοκόμος (nurse)) form the feminine version in -κόμα (η νοσοκόμα).
A few nouns ending in -νόμος or -ός (e.g. αστυνόμος, γιατρός, δικηγόρος) also form the feminine version in -ίνα (αστυνομικίνα) or -ίνα ,-έσσα (δικηγορίνα, γιατρέσσα). These forms, however, are less common in texts or formal speech.
Examples: ο/η γραμματέας (the secretary), ο/η ταμίας (the cashier), o/η συγγραφέας (the writer)
Notes:
Nouns ending in -ίστας (γραφίστας (graphic designer), πιανίστας (pianist), τενίστας (tennis player)) usually form the feminine version in -ίστρια (γραφίστρια, πιανίστρια, τενίστρια).
Nouns ending in -ονας (επιστήμονας (scientist), αρχιτέκτονας (architect)) or -ας (μάγειρας (cook)) These forms are less common in texts or formal speech.
Examples: ο κομμωτής-η κομμώτρια (the hairdresser), ο γλύπτης-η γλύπτρια (the sculptor), ο εργάτης-η εργάτρια (the worker), ο εκδότης-η εκδότρια (the publisher), ο εφευρέτης-η εφευρέτρια (the inventor), ο συντάκτης-η συνάκτρια (the editor), ο ψυχοθεραπευτής-η ψυχοθεραπεύτρια (the psychotherapist), ο καθηγητής-η καθηγήτρια (the professor/teacher), ο λογιστής-η λογίστρια (the accountant), ο σχεδιαστής-η σχεδιάστρια (the designer).
Examples: ο κρεοπώλης-η κρεοπώλισσα (the butcher), ο αγρότης- η αγρότισσα (the farmer), ο ακροβάτης-η ακροβάτισσα (the acrobat), ο εργοστασιάρχης-η εργοστασιάρχισσα (the industrialist).
άνοιξη · αιώνας · απρίλιος · απόγευμα · απόψε · αύγουστος · αύριο · γέννηση · γενιά · δεκέμβριος · δεκαετία · δευτέρα · δευτερόλεπτο · εβδομάδα · εποχή · ηλικία · ημέρα · ημερολόγιο · ημερομηνία · ιανουάριος · ιούλιος · ιούνιος · καλοκαίρι · κυριακή · λίγο · λεπτό · μάιος · μάρτιος · μέχρι · μήνας · νοέμβριος · νύχτα · οκτώβριος · πάρτι · πέμπτη · πέρυσι · παζάρι · παρασκευή · περίοδος · πριν · πρωί · σάββατο · σήμερα · σεπτέμβριος · σκηνή · στιγμή · τετάρτη · τρίτη · φέτος · φεβρουάριος · φθινόπωρο · χειμώνας · χθες · χρόνος · ώρα
55 words
Greek | English |
---|---|
μέρα | day |
εβδομάδα | week |
Δευτέρα | Monday |
Τρίτη | Tuesday |
Τετάρτη | Wednesday |
Πέμπτη | Thursday |
Παρασκευή | Friday |
Σάββατο | Saturday |
Κυριακή | Sunday |
σαββατοκύριακο | weekend |
Greek | English |
---|---|
μήνας | month |
χρόνος | year |
Ιανουάριος/Γενάρης* | January |
Φεβρουάριος/Φλεβάρης* | February |
Μάρτιος/Μάρτης* | March |
Απρίλιος/Απρίλης* | April |
Μάιος/Μάης* | May |
Ιούνιος | June |
Ιούλιος | July |
Αύγουστος | August |
Σεπτέμβριος/Σεπτέμβρης* | September |
Οκτώβριος/Οκτώβρης* | October |
Νοέμβριος/Νοέμβρης* | November |
Δεκέμβριος/Δεκέμβρης* | December |
εποχή | season |
Χειμώνας | winter |
Άνοιξη | spring |
Καλοκαίρι | summer |
Φθινόπωρο | autumn |
*alternative spellings
What time is it? - Τι ώρα είναι;
It’s 2.00 - Είναι 2 (ακριβώς). = it's 2 o'clock (exactly)
Examples:
Θα σε πάρω τηλέφωνο στις 10 (δέκα) και μισή - I will call you at 10.30 (half past ten)
BUT Θα σε πάρω τηλέφωνο στην 1 (μία) - I will call you at 1 o’ clock.
Ξύπνησα στις 8 (οχτώ) και 20 (είκοσι) - I woke up at 8.20 (twenty past eight).
Ήμουν στη δουλειά στις 7 (επτά) παρά 25 (εικοσιπέντε) - I was at work at 6.35 (twenty-five to seven) Να είσαι σπίτι πριν τις 12 (δώδεκα) - Be home before 12 (twelve/midnight)
αδέλφια · αδελφή · αδελφός · γάμος · γιαγιά · γιος · γονείς · θεία · θείος · κόρη · μητέρα · μπαμπάς · νονά · νονός · ξάδελφος · οικογένεια · οικογενειακός · παππούς · πατέρας · συγγενής · συγγενείς · σύζυγός · τύπος · όνομα
24 words
άντρα · γλυκά · γυναίκες · δρόμο · ελέφαντα · ελέφαντες · ποτήρι · πουκάμισο · πουλιά · σκύλο · σκύλους · σοκολάτα · τηλέφωνο · τυρί · χυμό
15 words
In sentences with two objects, like "I give the juice to a friend", both objects will use the Accusative, and "to" will be translated as σε. If the next word is a form of the Greek "the", σε will combine with it, yielding στο, στην, στον and other forms that you've seen or will see. There is nothing to fear because they are just σ+article.
Some examples:
Δίνω τον χυμό σε έναν φίλο = I give the juice to a friend.
Δίνω τη σαλάτα στη γυναίκα μου. = I give the salad to my wife.
Δε δίνω τη σοκολάτα στους αδέλφους μου. = I don't give the chocolate to my brothers.
Two things to note about the Accusative:
1. The article changes. As you've already seen in the "A Walk" skill, ο becomes τον, η becomes τη(ν) and ένας becomes έναν. Meanwhile, το, μια and ένα don't change. In the plural, οι άντρες becomes τους άντρες, while οι γυναίκες becomes τις γυναίκες (τα βιβλία doesn't change).
2. In a few cases, also the noun changes. Namely, masculine words lose the final -s, like φίλος -> φίλο in the example. In plural, masculine words that end in -οι like γιατροί will get the same -ους ending as the article:
οι γιατροί -> τους γιατρούς.
έξω · ανάμεσα · από · για · δίπλα · εκτός · εναντίον · κάτω · κοντά · μέσα · με · μετά · να · πάνω · πίσω · προς · σαν · σε · στα · στις · στο · σχετικά · χωρίς · όπως
24 words
Greek word | Nearest pronunciation | English translation |
---|---|---|
από | a-po | from |
σε | se | to |
ανάμεσα | a-na-me-sa | between |
δίπλα | ðee-pla | next to |
για | ɣeea | for |
σαν | san | like |
να | na | to |
πριν | prin | before |
μετά | me-ta | after |
πάνω | pa-no | on / above |
κάτω | ka-to | down / below |
εντός / μέσα | en-dos / me-sa | in |
εκτός / έξω | e-ktos / e-kso | out |
κοντά | ko-da | near |
εναντίον | e-na-dee-on | against |
For ð and ɣ, see pronunciation on http://www.internationalphoneticalphabet.org/ipa-sounds/ipa-chart-with-sounds/
αγοριού · αντρών · αράχνης · βιβλίου · γυναίκας · γυναικών · ελέφαντα · ζώου · ζώων · καρπουζιού · κοριτσιού · κοριτσιών · κουταλιού · μήλου · νερού · παιδιού · παιδιών · πρωινού · σαλάτας · σκύλου · τυριού · των · υλικό του κουταλιού · χυμού
24 words
What English expresses using possessives or the preposition "of," Greek expresses using the GENITIVE CASE.
For example:
του σκύλου of the dog (genitive form)
των σκύλων of the dogs (genitive form)
Example:
το πόδι του σκύλου=the dog's foot (literally, the foot of the dog)
The genitive plural is easy because it's always formed with -ων, and the article is always των.
Example:
τα πόδια των σκύλων the dogs' feet
τα πόδια των γυναικών the womens' feet
τα πόδια των παιδιών the kids' feet
We use: του or της depending on the grammatical gender of the noun. See some examples below.
The genitive singular is formed according to a greater variety of patterns, of which the most important are :
ο άνδρας-του άνδρα the man's/of the man
ο σκύλος-του σκύλου the dog's /of the dog
ο στρατιώτης-του στρατιώτη the soldier's/of the soldier
η γυναίκα-της γυναίκας the woman's/of the woman
η αράχνη- της αράχνης the spider / of the spider
το κορίτσι- του κοριτσιού the girl / of the girl
το βιβλίο-του βιβλίου the book / of the book
το γεύμα-του γεύματος the meal/ of the meal
αυτά · αυτές · αυτούς · αυτόν · εκείνα · εκείνο · εκείνοι · εκείνος · τις · τον · τους · όλα · όλες · όλοι
14 words
They are used to identify and indicate specific objects or people.
Case | Sing. Masc. | Sing. Fem. | Sing. Neut | Pl. Masc. | Pl. Fem. | Pl. Neut. |
---|---|---|---|---|---|---|
Nom | αυτός (o) | αυτή (η) | αυτό (το) | αυτοί (οι) | αυτές (οι) | αυτά (τα) |
Gen | αυτού (του) | αυτής (της) | αυτού (του) | αυτών (των) | αυτών (των) | αυτών (των) |
Acc | αυτόν (τον) | αυτή (ν) (την) | αυτό (το) | αυτούς (τους) | αυτές (τις) | αυτά (τα) |
Case | Sing. Masc. | Sing. Fem. | Sing. Neut | Pl. Masc. | Pl. Fem. | Pl. Neut. |
---|---|---|---|---|---|---|
Nom | εκείνος (ο) | εκείνη (η) | εκείνο (το) | εκείνοι (οι) | εκείνες (οι) | εκείνα (τα) |
Gen | εκείνου (του) | εκείνης (της) | εκείνου (του) | εκείνων (των) | εκείνων (των) | εκείνων (των) |
Acc | εκείνον (τον) | εκείνη (την) | εκείνο (το) | εκείνους (τους) | εκείνες (τις) | εκείνα (τα) |
The main difference between demonstrative adjectives and demonstrative pronouns is that demonstrative adjectives modify a noun whereas demonstrative pronouns replace a noun.
Αυτή η γυναίκα είναι η μητέρα μου. - This woman is my mother.
Εκείνο το σπίτι είναι δικό μας. - That house is ours.
Πάρε αυτό το παλτό. - Take this coat.
Αυτή είναι η μητέρα μου. - This (or She) is my mother.
Εκείνο είναι το σπίτι μας! - That (or It) is our house!
Πάρε αυτό. - Take this/that.
άσπρη · άσπρο · ανοιχτό · ασπρόμαυρο · γαλάζιο · γκρι · κίτρινα · κίτρινη · κίτρινο · καφέ · κόκκινη · κόκκινο · λαχανί · μαύρο · μαύρος · μοβ · μπλε · πολύχρωμο · πορτοκαλί · πράσινη · πράσινο · ροζ · σκούρο · χρώμα
24 words
Colors are adjectives so in most cases the must agree with the noun in number, case and gender. Τα πράσινα καπέλα. The green hats. (Neuter, plural)
Some colors are invariable, as they are non-Greek words. which means they do not change but remain the same for all cases, numbers and genders.
Greek | English | Greek | English |
---|---|---|---|
Μπλε | Blue | Ροζ | Pink |
Μωβ | Mauve | Μπορντό | Bordeaux |
Εκρού | Ecru | Γκρι | Grey |
Τιρκουάζ | Turquoise | Χακί | Khaki |
Καφέ | Brown | Φουξ/Φούξια | Fuchsia |
Σομόν | Salmon | Λιλά | Lilac |
Πετρόλ | Petrol | Μπεζ | Beige |
Exp. Δύο ροζ κάλτσες – Two pink socks.
Ο μπλε ουρανός – The blue sky
The other adjectives end in:
–ος (masc.) –η (fem.) –ο (neuter)
Exp. Κόκκινος, κόκκινη, κόκκινο (red)
Μαύρος, μαύρη, μαύρο (black)
Πορφυρός, πορφυρή, πορφυρό (royal purple)
Ρόδινος, ρόδινη, ρόδινο (pink)
–ος (masc.) –α (fem.) –ο (neuter)
Exp. Γκρίζος, γκρίζα, γκρίζο (grey)
Ερυθρός, ερυθρά/ερυθρή, ερυθρό (red)
Γαλάζιος, γαλάζια, γαλάζιο (light blue)
–ής (masc.) –ιά (fem.) –ί (neuter)
Exp. Πορτοκαλής, πορτοκαλιά, πορτοκαλί (orange)
Καφετής, καφετιά, καφετί (brown)
Ασημής, ασημιά, ασημί (silver)
!Remember! All colors ending in -ί in the neuter form have both conjugated and invariable forms. For instance, while πορτοκαλί is not necessarily invariable, it is commonly used as πορτοκαλί, in all gender forms.
Exp. Η πορτοκαλί/πορτοκαλιά φούστα – The orange skirt.
There are colors in Greek that are not quite textbook, but are commonly seen in texts and heard in everyday speech.
Greek | English | Greek | English |
---|---|---|---|
Κανελί | Cinnamon red | Σμαραγδί | Jade green |
Κεραμιδί | Brick red | Λαδί | Olive green |
Βυσσινί | Crimson red | Φυστικί | Pistachio green |
Καρπουζί | Watermelon red | Λαχανί | Cabbage green |
Κοραλί | Coral Pink | Λεμονί | Lemon yellow |
Τριανταφυλλί | Rose Pink | Καναρινί | Canary yellow |
Κουφετί | Candy pink | Μουσταρδί | Mustard yellow |
Δαμασκηνί | Plum purple | Ροδακινί | Peach Orange |
Bιολετί | Violet purple | Μελί | Honey brown |
Μελιτζανί | Eggplant purple | Καστανό | (Chestnut) brown |
Ηλεκτρίκ | Electric blue | Σοκολατί | Chocolate Brown |
Θαλασσί | Sea/Ocean blue | Σταχτί | (Ash) grey |
Γαλαζοπράσινο | Aquamarine | Ποντικί | Mouse grey |
Ουρανί | Sky blue | Πλατινέ | Platinum White |
Σκούρος, σκούρη, σκούρο (+ color) – dark
Or Σκουρόχρωμος,-η,-ο – dark colored
Ανοιχτός, ανοιχτή, ανοιχτό (+color) –light, pale
Or Ανοιχτόχρωμος,-η,-ο – light colored
Colors have the same gender, case and number as the noun they define. Usually, they are placed before it:
Έχω ένα άσπρο κουνέλι. - I have a white rabbit.
They can be put after the noun:
Έχεις άσπρο κουνέλι ή μαύρο; - Do you have a black rabbit or a white rabbit?
If they define a specific noun they are always placed before it:
Βλέπεις το άσπρο κουνέλι; - Do you see the white rabbit?
Note this form which causes confusion.
Οι τοίχοι έχουν πράσινο χρώμα. - Lit: The walls have green color.
is the same as Οι τοίχοι είναι πράσινοι. - The walls are green.
αγαπά · αγαπάω · αγγίζω · αγοράζει · ακούει · απαγορεύεις · απαγορεύω · αρέσει · βάζεις · βάζω · βλέπει · βοηθάς · βρέχει · βρίσκουμε · βρίσκω · γράφουν · δείχνω · δουλεύει · δουλεύουν · είναι · είναι · θέλει · θέλω · κάνει · κάνεις · κάνω · κοιμάται · κολυμπούν · λέει · λέω · μαγειρεύει · ξέρω · παίζει · παίζω · παίρνω · περπατά · πηγαίνει · πηγαίνω · πληρώνει · πληρώνω · σχεδιάζω · τρέχει · τρέχεις · τρέχουν · τρέχω · τραγουδάμε · τραγουδάς · υπάρχει · φέρνει · φτιάχνει · φτιάχνετε · φτιάχνουμε · χρειάζομαι · χρησιμοποιώ
54 words
For Modern Greek tenses and the conjugation of these two verbs see the notes in the 'Auxiliary Verbs' skill.https://incubator.duolingo.com/courses/el/en/editor/66ec9d611e21adc231449b799ae7aed1
Greek Present Tense does not differentiate between simple (a one-time action: we drink water = πίνουμε νερό) and a: continuous action: we are drinking = πίνουμε
Verbs in Greek do not need to be preceded by the Personal Pronoun: εγώ, εσύ etc. (Similar to Portuguese and Spanish). The person is shown by the ending an the context: θέλω παγωτό >I want ice cream (of course you can use the Personal Pronoun to clarify or for emphasis if you wish αυτός θελει παγωτό > he* wants ice cream.
The INFINITIVE: we use the first person of the verb with nothing in front: δίνω* = to give
The use of the infinitive in sentences e.g. “He wants to go to the park.” will be seen in a later unit.
HOW TO FORM THE PRESENT TENSE: To the root form of the verb: e.g. from δίνω we use διν… and add the ending for that verb. So, for this type which is the most common you get:
Person | Greek | English |
---|---|---|
First person | (Εγώ) δίνω | I give |
Second person | (Εσύ) δίνεις | You give |
Third person | (Αυτός/αυτή/αυτό) δίνει | He/she/ it gives |
Person | Greek | English |
---|---|---|
First person | (Εμείς) δίνουμε | We give |
Second person | (Εσείς) δίνετε | You give |
Third person | (Αυτοί/αυτές/αυτά) δίνουν/δίνουνε | They give |
Note the two forms for YOU: δίνεις = you give >singular and δίνετε = you give plural and formal.
ΑΡΕΣΕΙ
Finally, note this form that will appear unusual for English speakers.
We only use...αρέσει singular and αρέσουν plural
To say: I like the puppy. we will say: "Μου αρέσει το κουτάβι This technically translates to: "The puppy is liked by me," Actually it simply means. "I like the puppy." For other persons, you simply use the necessary pronoun (σου, του, της, etc) . "αρέσει" does not change.
NEGATIVE FORMS: Negatives are formed by adding δεν before the main verb. Δεν πίνω καφέ. > I do not (don't) drink coffee.
QUESTIONS do not change their word order. They just receive the GREEK question mark which looks just like a semicolon “;” and change in intonation when spoken. The Greek question mark can be found on the Q when you are using a Greek keyboard.
CONTRACTING VERBS Συνηρημένα Ρήματα
There are some verbs that can be conjugated in multiple ways. Verbs ending in -αω fall in this category. (such as περπατάω-περπατώ, αγαπάω-αγαπώ, κολυμπάω-κολυμπώ)
They are conjugated as follows:
Person | Greek | English |
---|---|---|
First person | (Εγώ) αγαπάω/αγαπώ | I love |
Second person | (Εσύ) αγαπάς | You love |
Third person | (Αυτός/αυτή/αυτό) αγαπάει/αγαπά | He/she/ it loves |
Person | Greek | English |
---|---|---|
First person | (Εμείς) αγαπούμε/αγαπάμε | We love |
Second person | (Εσείς) αγαπάτε | You love |
Third person | (Αυτοί/αυτές/αυτά) αγαπούν/αγαπούνε/αγαπάν/αγαπάνε | They love |
Αποθετικά Ρήματα Active Verbs that use Passive Verb endings...
These verbs show action but have passive voice endings (such as κοιμάμαι=sleep, θυμάμαι=remember etc)
They are conjugated as follows:
Person | Greek | English |
---|---|---|
First person | (Εγώ) κοιμούμαι/κοιμάμαι | I sleep |
Second person | (Εσύ) κοιμάσαι | You sleep |
Third person | (Αυτός/αυτή/αυτό) κοιμάται | He/she/ it sleeps |
Person | Greek | English |
---|---|---|
First person | (Εμείς) κοιμούμαστε/κοιμόμαστε | We sleep |
Second person | (Εσείς) κοιμάστε/κοιμόσαστε | You sleep |
Third person | (Αυτοί/αυτές/αυτά) κοιμούνται/κοιμόνται | They sleep |
έχει · έχεις · έχετε · έχουμε · έχουν · έχω · αυτά · αυτές · αυτή · αυτοί · αυτό · αυτός · είμαι · είμαστε · είναι · είσαι · είσαστε · εγώ · εμείς · εσείς · εσύ
21 words
Verbs in Modern Greek have two voices (Active Voice and Passive Voice) and 8 tenses.
These tenses are:
1) Ενεστώτας ( Present Simple and Present Continuous e.g. I play / I am playing),
2) Συνοπτικός Μέλλοντας (Future Simple e.g. I will play),
3) Εξακολουθητικός Μέλλοντας ( Future Continuous e.g. I will be playing)
4) Συντελεσμένος Μέλλοντας (Future Perfect e.g. I will have played
5) )Αόριστος (Past Simple e.g. I played),
6) Παρακείμενος ( Present Perfect e.g. I have played),
7) Υπερσυντέλικος (like Past Perfect e.g. I had played),
8)Παρατατικός (Past continuous e.g I was playing),
Ενεστώτας | Παρατατικός** | Μέλλοντας Στιγμιαίος |
---|---|---|
(εγώ) είμαι | (εγώ) ήμουν | (εγώ) θα είμαι |
(εσύ) είσαι | (εσύ) ήσουν | (εσύ) θα είσαι |
(αυτός/αυτή/αυτό) είναι | (αυτός/αυτή/αυτό) ήταν | (αυτός/αυτή/αυτό) θα είναι |
(εμείς) είμαστε | (εμείς) ήμασταν/ήμαστε | (εμείς) θα είμαστε |
(εσείς) είσαστε/είστε | (εσείς) ήσασταν/ήσαστε | (εσείς) θα είσαστε/είστε |
(αυτοί/αυτές/αυτά*) είναι | (αυτοί/αυτές/αυτά) ήταν | (αυτοί/αυτές/αυτά) θα είναι |
(Equal Matrix in English)
Present Simple | Past Continuous** | Future Simple |
---|---|---|
I am | I was | I will be |
You are | You were | You will be |
He/She/It is | He/She/It was | He/She/It will be |
We are | We were | We will be |
You are | You were | You will be |
They are | They were | They will be |
Ενεστώτας | Παρατατικός | Μέλλοντας Στιγμιαίος |
---|---|---|
(εγώ) έχω | (εγώ) είχα | (εγώ) θα έχω |
(εσύ) έχεις | (εσύ) είχες | (εσύ) θα έχεις |
(αυτός/αυτή/αυτό) έχει | (αυτός/αυτή/αυτό) είχε | (αυτός/αυτή/αυτό) θα έχει |
(εμείς) έχουμε | (εμείς) είχαμε | (εμείς) θα έχουμε |
(εσείς) έχετε | (εσείς) είχατε | (εσείς) θα έχετε |
(αυτοί/αυτές/αυτά*) έχουν/έχουνε | (αυτοί/αυτές/αυτά) είχαν/είχανε | (αυτοί/αυτές/αυτά) θα έχουν/έχουνε |
(Equal Matrix in English)
Present Simple | Past Continuous** | Future Simple |
---|---|---|
I have | I had | I will have |
You have | You had | You will have |
He/She/It is | He/She/It has | He/She/It will have |
We have | We had | We will have |
You have | You had | You will have |
They have | They had | They will have |
*Αυτοί for male pl., αυτές for feminine pl, and αυτά for neuter pl.
**Past Continuous and Simple are the same for the verbs είμαι and έχω. The same goes for Present Simple and Continuous.
Έχω (have) + παθητική μετοχή (past participle) -> Present Perfect Simple (Παρακείμενος)
Είχα (had) + παθητική μετοχή (past participle) -> Past Perfect Simple (Υπερσυντέλικος)
Θα έχω (will have) + παθητική μετοχή (past participle) -> Future Perfect Simple (Συντελεσμένος Μέλλοντας)
Present Continuous (same with Present Simple), Ενεστώτας: I am reading this book – Εγώ διαβάζω αυτό το βιβλίο (no auxiliary verb used.)
Past Continuous, Παρατατικός: I was reading this book – Εγώ διάβαζα αυτό το βιβλίο (no auxiliary verb used.)
Future Continuous, Εξακολουθητικός Μέλλοντας: I will be reading this book – Εγώ θα διαβάζω αυτό το βιβλίο (no auxiliary verb used.)
The verb have, as well as its progressive form having is in some cases used ‘idiomatically’ in English, instead of other verbs. Such cases include pregnancy, food, medical conditions that last for a few moments (i.e. heart attacks), mental states or personal experiences, hosting events with a future intent etc. In Greek, έχω is not used like so.
Exp. I am having/have lunch (instead of eating/eat) – Εγώ τρώω μεσημεριανό.
I am having a baby (instead of expecting) – Εγώ περιμένω μωρό/παιδί.
I am having/have fun – Εγώ διασκεδάζω.
He is having a stroke. – Αυτός παθαίνει εγκεφαλικό.
I am having a beer/drink – Εγώ πίνω μια μπύρα/ένα ποτό.
A few exceptions to this rule are:
I have/I'm having a headache. – Έχω πονοκέφαλο.
I'm having trouble with this. – Έχω πρόβλημα με αυτό.
!Having can only be used as a participle.
!Remember! Some Progressive tenses do not have directly equivalent tenses in greek.
Present Continuous – Ενεστώτας
Present Perfect Continuous – Ενεστώτας/Παρατατικός
Past Perfect Continuous – Παρατατικός
Future Perfect Continuous – Συνοπτικός Μέλλοντας
μας · μου · σας · σου · της · του · τους
7 words
Personal pronouns are also declined.
The nominative case of the pronouns is used for the subject of the sentence,
the genitive case for the indirect object (the weak form only) or to show possession (the strong form of the third person only),
the accusative for the direct object or for the indirect object (σε+strong form only).
Genitive and accusative cases also have weak forms, whose usage is described below.
Case | First Person (Strong/Weak form) | Second Person (Strong/Weak form) | Third Person (Strong/Weak form) |
---|---|---|---|
Singular Nominative (Subject) | Εγώ/- | Εσύ/- | Αυτός/-, αυτή/-, αυτό/- |
Singular Genitive | Εμένα/μου | Εσένα/σου | Αυτού/του, αυτής/της, αυτού/του |
Singular Accusative | Εμένα/με | Εσένα/σε | Αυτόν/τον, αυτήν/την, αυτό/το |
Plural Nominative (Subject) | Εμείς/- | Εσείς/- | Αυτοί/-, αυτές/-, αυτά/- |
Plural Genitive | Εμάς/μας | Εσάς/σας | Αυτών/τους αυτών/τους αυτών/τους |
Plural Accusative | Εμάς/μας | Εσάς/σας | Αυτούς/τους αυτές/τις(τες) αυτά/τα |
For the indirect object we use: verb+σε+strong accusative form or weak genitive form+verb.
So: Δίνει σε εμένα (more emphatic)=Μου δίνει=he gives me /he gives to me.
For the direct object (accusative case) it's
Verb+strong form or weak form+verb.
So Με αγαπάει=Αγαπάει εμένα (more emphatic)=He loves me.
If you want to use weak forms for both direct and indirect object in a sentence, the indirect comes before the direct and then the verb.
So: Μου το δίνει=He gives it to me.
Genitive Possession usage of the strong form
We have already learned the possessives (μου, σου, του, μας, σας, τους). When we want to be emphatic and demonstrative about the possession of some object, we can use the genitive strong from of the pronoun.
For example:
Το βιβλίο του=His book.
Το βιβλίο αυτού=This one's book.
Το βιβλίο του άντρα=The man's book.
Το βιβλίο αυτού του άντρα=This man's book.
The difference between strong and weak forms:
Τους διαβάζεις ένα βιβλίο=You read them a book.
Διαβάζεις ένα βιβλίο σε αυτούς=You read a book to them.
Also, strong forms are usually emphatic.
Weak genitive forms look exactly like the possessive pronouns. In order to differentiate them, when in doubt, we use the weak genitive form with an accent mark (μού,σού,τού,τής,μάς,σάς,τούς).
So,Το παιδί μου δίνει την μπάλα. My child gives the ball.
Το παιδί μού δίνει την μπάλα. =The child gives me the ball. (or The child gives the ball to me.) Note accent on μού
Το παιδί μου μού δίνει την μπάλα. = My child gives me the ball.. (or My child gives the ball to me.)
BUT in Μου δίνει=He/She/It gives to me, the μου is not accented because there is no room for confusion with the possessive pronoun.
έχει · απάντηση · γιατί · ερωτήσεις · ερώτηση · ποια · ποιανής · ποιανού · ποιος · πού · πόσα · πόσες · πόσο · πότε · πώς · τι
16 words
English Questions | Greek Questions |
---|---|
questions | ερωτήσεις |
what | τι |
when | πότε |
where | πού |
why | γιατί |
how | πώς |
who (m/f/n) (sing.) | ποιος/α/ο |
who (m/f/n) (pl.) | ποιοι/ες/α |
which (m/f/n) (sing.) | ποιος/α/ο (από) |
which (m/f/n) (pl.) | ποιοι/ες/α (από) |
whose | ποιανού, ποιανής, ποιανού |
how much (m/f/n) | πόσος/πόση/πόσο |
how much | πόσο (adv.) |
how many (m/f/n) | πόσοι/ες/α |
Word order does not necessarily change in declarative or interrogative sentences (statements or questions). The Greek question mark looks like an English semicolon. ;=?
On the Greek keyboard it is found on Q
Statement: "Το κορίτσι τρώει την σοκολάτα." The girl eats the chocolate.
Question: "Το κορίτσι τρώει την σοκολάτα;" Does the girl eat the chocolate?
NOTE
In English we say: "What is your address" but in Greek "Ποια είναι η διεύθυνσή σου=which is your address?".
In Greek "τι=what" is used for asking about the characteristics of something or with the meaning of "what kind...?".
So, Τι γάτα είναι;=What kind of cat is it? Τι άνθρωπος είναι;=What kind of man is he?
Τι δουλειά κάνεις;=What kind of job do you do?=What is your job?
BUT
Ποια είναι η δουλειά σου;=What is your job?
άλογα · αυγά · βιβλία · γάντια · γάτες · γλυκά · γραβάτες · ελέφαντες · εφημερίδες · ζώα · καπέλα · μήλα · μπισκότα · πάπιες · πιάτα · πουκάμισα · πουλιά · σάντουιτς · σκύλοι · σοκολάτες · τις · φίλοι · φούστες · χελώνες
24 words
While in English, the plural is formed by adding 's' to the singular, in Modern Greek, to form the plural of nouns we have to take into account the gender of the word and change the singular suffix accordingly. Here are some examples for each gender:
-ος becomes –οι, for example: ένας φίλος (one friend) becomes δύο φίλοι (two friends)
-ής becomes –ές, ένας μαθητής (one pupil) becomes δύο μαθητές (two pupils)
-ας becomes –ες, ένας αγώνας (one race) becomes δύο αγώνες (two races)
-ούς becomes –ούδες, ένας παππούς (one grandfather) becomes δύο παππούδες (two grandfathers)
-ές becomes –έδες, ένας καφές (one coffee) becomes δύο καφέδες (two coffees)
-η becomes –ες, for example: μία κόρη (one daughter) becomes δύο κόρες (two daughters)
α become –ες, μία χώρα (one country) becomes δύο χώρες (two countries)
-ος becomes –οι, μία οδός (one street) becomes δύο οδοί (two streets)
-ού becomes -ούδες, μία αλεπού (one fox) becomes δύο αλεπούδες (two foxes)
-ο becomes –α, ένα δώρο (one gift) becomes δύο δώρα (two gifts)
-ι becomes –ια, ένα παιδί (one child) becomes δύο παιδιά (two children)
-μα becomes –ματα, ένα σώμα (one body) becomes δύο σώματα (two bodies)
-ος becomes –η, ένα δάσος (one forest) becomes δύο δάση (two forests)
-ας becomes –ατα, ένα τέρας (one monster) becomes δύο τέρατα (two monsters)
Note that these rules only apply to the Nominative case of nouns. The other three cases (Genitive, Accusative and Vocative) have their own suffixes. Also, foreign words (such as σάντουιτς, χάμπουργκερ) are not declined ie they stay the same no matter their case.
άρθρο · αντωνυμία · επίθετο · επίρρημα · επιφώνημα · λέξη · λόγος · μέρη · μέρος · μετοχή · ουσιαστικό · πρόθεση · ρήμα · σύνδεσμος
14 words
These are the parts of speech in Greek:
λέξη = word
άρθρο = article
επίθετο = adjective
ουσιαστικό= noun
λόγος = speech
μέρος = part
ρήμα = verb
μετοχή = participle
πρόθεση = preposition
σύνδεσμος = conjunction
επίρρημα = adverb
αντωνυμία = pronoun
επιφώνημα = interjection
We are going now to analyze a simple Greek sentence in order to teach you the basic parts of speech.
So, we have the sentence "'Ο άντρας τρώει το κόκκινο μήλο." In this particular sentence, there are two articles "ο" and "το", which are respectively the articles for the male and the neuter nouns, there are also two nouns "άντρας" and "μήλο" which mean man and apple respectively. Finally, there is a verb "τρώει" which means eats / is eating. Κόκκινο which shows "what kind" is an adjective.
The definite article:
Depending on the gender, number, and case the definite article in Greek varies.
Singular | Masculine | Feminine | Neuter | |
---|---|---|---|---|
Nominative | ο | η | το | |
Genitive | του | της | του | |
Accusative | τον | τη(ν) | το |
Plural | Masculine | Feminine | Neuter | |
---|---|---|---|---|
Nominative | οι | οι | τα | |
Genitive | των | των | των | |
Accusative | τους | τις | τα |
(!) Vocative has no article
(!)The -ν of την is preserved if the following word begins with κ, π, τ, ψ, ξ, γκ , μπ, ντ, τζ, τσ or a vowel.
So the accusative for γυναίκα and κότα is:
Τη γυναίκα.
Την κότα.
Note that this rule also applies to the negatives δεν, μην also to στην & αυτήν (accusative of αυτή), but not to τον, στον etc
NB: The gender does not reflect the actual person or item (grammatical gender does not match natural gender) but is only a means of classifying nouns. For example: ο άντρας is masculine. But: το αγόρι (the boy is neuter) and η καρέκλα (the chair is feminine).
γάντι · γραβάτα · δερμάτινες · δερμάτινη · δερμάτινο · ζακέτα · ζώνη · κάλτσα · κάλτσες · καπέλο · κασκόλ · κοσμήματα · κοστούμι · κόσμημα · μάλλινο · μάλλινος · μπλούζα · μπουφάν · μπότα · μπότες · παλτό · παντελόνι · παπούτσια · πορτοφόλι · πουκάμισο · ρούχα · σκούφους · τσέπη · φοράει · φοράω · φούστα · φόρεμα
32 words
Greek word | Nearest pronunciation | English translation |
---|---|---|
καπέλο | ka-pe-lo | hat |
κασκόλ | ka-skol | scarf |
σκούφος | sku-fos | skull cap |
μπλούζα | blu-za | blouse |
πουκάμισο | pu-ka-mee-so | shirt |
ζακέτα | za-ke-ta | jacket / sweater |
φανέλα | fa-ne-la | jersey |
παντελόνι | pa-de-lo-nee | trousers / pants |
τζιν | jeen | jeans |
παπούτσι / παπούτσια | pa-pu-tsee / pa-pu-tseea | shoe / shoes |
κάλτσα / κάλτσες | kal-tsa / kal-tses | sock / socks |
γάντι / γάντια | ɣa-dee / ɣa-deea | glove / gloves |
For ð and ɣ, see pronunciation on http://www.internationalphoneticalphabet.org/ipa-sounds/ipa-chart-with-sounds/
We only use...αρέσει singular and αρέσουν plural
To say: I like the puppy. we say:
"Μου αρέσει το κουτάβι."
This technically translates as: *To me is liked the puppy."/ "The puppy is liked by me." which translates to
"I like the puppy."
For other persons, you simply use the necessary pronoun (σου, του, της, etc) . "αρέσει" does not change.
δικά · δικές · δική · δικοί · δικό · δικός · μας · μου · σου · της · του · τους
12 words
Person | Possessive Pronoun (Single object owned) | Possessive Pronoun (Many objects owned) | English translation |
---|---|---|---|
1st person singular | (Δικός/Δική/Δικό) μου | (Δικοί/Δικές/Δικά) μου | My |
2nd person singular | (Δικός/Δική/Δικό) σου | (Δικοί/Δικές/Δικά) σου | Your |
3rd person singular (masculine) | (Δικός/Δική/Δικό) του | (Δικοί/Δικές/Δικά) του | His |
3rd person singular (feminine) | (Δικός/Δική/Δικό) της | (Δικοί/Δικές/Δικά) της | Her |
3rd person singular (neuter) | (Δικός/Δική/Δικό) του | (Δικοί/Δικές/Δικά) του | Its |
1st person plural | (Δικός/Δική/Δικό) μας | (Δικοί/Δικές/Δικά) μας | Our |
2nd person plural | (Δικός/Δική/Δικό) σας | (Δικοί/Δικές/Δικά) σας | Your |
3rd person plural | (Δικός/Δική/Δικό) τους | (Δικοί/Δικές/Δικά) τους | Their |
EXAMPLES:
Ο άντρας μου=My husband
Ο δικός μου άντρας= My own husband (emphatic).
WHAT'S THE DIFFERENCE BETWEEN Δικός, δική, δικό?
Δικός is used if the owned object is of masculine gender: Ο άντρας είναι δικός μου=The man is mine.
Δικός becomes δικοί when the owned object of masculine gender is in plural.
So, οι άντρες είναι δικοί μου=the men are mine.
Δική is used if the owned object is of feminine gender:
Η γυναίκα είναι δική μου=The woman is mine.
Δική becomes δικές when the owned object of feminine gender is in plural.
So, οι γυναίκες είναι δικές μου=the women are mine.
Δικό is used if the owned object is of neuter gender: Το παιδί είναι δικό μου=The kid is mine.
Δικό becomes δικά when the owned object of neuter gender is in plural.
So, τα παιδιά είναι δικά μου=the children are mine.
THE DOUBLE ACCENT RULE
When μου,σου,του,της,μας,σας,τους comes after a word that is accented on the antepenultimate (third syllable from the end e.g. αυτοκίνητο), then it is accented also on the last syllable.
Example:
το αυτοκίνητό μου=my car
το ραδιόφωνό της= her radio
η τσάντα του=his bag (no double accent here because the word τσάντα is not accented on the antepenult!)
άλογο · έντομο · αετός · αλεπού · αράχνη · αρκούδα · γάτα · ελέφαντας · ερπετό · ζώο · θηλαστικό · καβούρι · καμήλα · καμηλοπάρδαλη · κατοικίδιο · κουτάβι · κότα · λαγός · λιοντάρι · λύκος · πάπια · πίθηκος · πελεκάνος · πεταλούδα · ποντίκι · πουλί · σκύλος · τίγρης · χάμστερ · χελώνα
30 words
Greek word | Nearest pronunciation | English translation |
---|---|---|
σκύλος / σκυλί | skee-los / skee-lee | dog |
γάτα | ɣa-ta | cat |
ποντίκι | po-dee-kee | mouse |
μέλισσα | me-lee-sa | bee |
πεταλούδα | pe-ta-lu-ða | butterfly |
αρκούδα | ar-ku-ða | bear |
λύκος | lee-kos | wolf |
καμήλα | ka-mee-la | camel |
πουλί | pu-lee | bird |
αετός | a-e-tos | eagle |
γεράκι | ye-ra-kee | hawk |
δελφίνι | ðe-lfee-nee | dolphin |
φάλαινα | fa-le-na | whale |
καρχαρίας | kar-ha-ree-as | shark |
άλογο | a-lo-ɣo | horse |
ελέφαντας | e-le-fa-das | elephant |
χελώνα | he-lo-na | turtle |
πάπια | pa-pia | duck |
καβούρι | ka-voo-ree | crab |
αράχνη | a-ra-chni | spider |
πελεκάνος | pe-le-ka-nos | pelican |
κουτάβι | koo-ta-vee | puppy |
καμηλοπάρδαλη | ka-mi-lo-par-ða-li | giraffe |
κότα | ko-ta | hen |
χάμστερ | ham-ster | hamster |
πίθηκος | pee-thee-kos | ape/monkey |
αλεπού | a-le-pu | fox |
λιοντάρι | lio-da-ree | lion |
τίγρης | tee-ɣris | tiger |
λαγός | la-ɣos | hare |
For ð and ɣ, see pronunciation on http://www.internationalphoneticalphabet.org/ipa-sounds/ipa-chart-with-sounds/
αγγούρι · αλάτι · αυγό · αχλάδι · βοδινό · γεύμα · γλυκό · γύρος · δείπνο · ελαιόλαδο · ζάχαρη · ζυμαρικά · κέικ · κέτσαπ · καρπούζι · καρότο · καφέ · καφές · κεράσι · κεφτές · κοτόπουλο · κρέας · κρασί · κρεμμύδι · λεμόνι · λουκάνικο · μεσημεριανό · μπριζόλα · μπύρα · νόστιμο · πίτσα · παγωτό · πατάτα · πατάτες · πεπόνι · πιάτο · πιπέρι · πορτοκάλι · πορτοκαλάδα · ποτήρι · πρωινό · ροδάκινο · σαλάτα · σκόρδο · σοκολάτα · σούπα · σταφύλι · τομάτα · τροφή · τσάι · τσίζκεικ · τυρί · φαγητό · φράουλα · φρέσκο · φρούτο · χάμπουργκερ · χοιρινό · χορτοφάγος · χυμός · ψάρι
61 words
Greek cuisine is a Mediterranean cuisine, having common characteristics with the traditional cuisines of Italy, Turkey and the Balkans
Greek cuisine uses vegetables, olive oil, olives, wine, meat, fish, eggs and dairy products. Many food items are wrapped in Filo pastry such as η κοτόπιτα | ko-to-pee-ta (chicken pie), η σπανακοτυρόπιτα | spa-na-ko-tee-ro-pee-ta (spinach and cheese pie), η κρεατόπιτα | kre-a-to-pee-ta (meat pie) etc.
Some very popular Greek foods and salads are ο γύρος | yee-ros (slices of pork roasted on a spit and served with sauce and garnishes, such as tomato and onions on pita bread), το σουβλάκι | su-vla-kee (grilled small pieces of meat, usually pork, but also chicken, served on the skewer for eating out of hand, or served as a sandwich wrapped in pita bread together with tomatoes, onions, tzatziki and ketchup; It is also called το καλαμάκι | ka-la-ma-kee mainly in Athens), ο ντάκος | da-kos (Cretan salad consisting of a slice of bread or barley rusk / paximadi, topped with tomatoes and feta cheese), η φασολάδα | fa-so-la-da (bean soup) and ο μουσακάς - mu-sa-kas (meat and eggplant casserole, topped with a savory custard which is then browned in the oven).
Popular beverages are coffee, wine, beer and ouzo ( anise-flavoured aperitif that is widely consumed in Greece and Cyprus).
Greek word | Nearest pronunciation | English translation |
---|---|---|
το ψωμί | pso-mee | bread |
το τυρί | tee-ree | cheese |
η τομάτα / ντομάτα | to-ma-ta / do-ma-ta | tomato |
το αγγούρι | a-gu-ree | cucumber |
το κρεμμύδι | kre-mee-ðee | onion |
η σαλάτα | sa-la-ta | salad |
το φαγητό | fa-yee-to | food |
η σουβλάκι / καλαμάκι | su-vla-kee / ka-la-ma-kee | suvlaki |
ο γύρος | yee-ros | gyros |
το κουτάλι | ku-ta-lee | spoon |
το μαχαίρι | ma-he-ree | knife |
το πιρούνι | pee-ru-nee | fork |
πιάτο | pia-to | dish / plate |
καλή όρεξη | ka-lee o-re-ksee | bon appetit |
ένα ποτήρι ... | e-na po-tee-ree ... | a glass of ... |
το νερό | ne-ro | water |
το κρασί | kra-see | wine |
η μπίρα / μπύρα | bee-ra | beer |
το ούζο | u-zo | ouzo |
Στην υγειά σου / Στην υγειά μας | steen ee-yeeah su / steen ee-yeeah mas | Cheers |
For ð and ɣ, see pronunciation on http://www.internationalphoneticalphabet.org/ipa-sounds/ipa-chart-with-sounds/
αγγλικά · αντίο · γεια σας · γεια σου · δεν · ελληνικά · ευχαριστώ · θέλω · καλημέρα · καληνύχτα · καλησπέρα · λυπάμαι · μιλάει · μιλάω · μου · ναι · παιχνίδι · παρακαλώ · τί λέει · τι κάνεις · όνομα · όχι
22 words
HOW TO ADD THE GREEK ALPHABET TO YOUR KEYBOARD Here are some links to easily convert your keyboard to enable you to use both Latin and Greek characters as you need. We have found these easy to install and simple to use. If you have any other links please share them with the community.
For Windows
https://support.microsoft.com/en-us/help/17424/windows-change-keyboard-layout
https://www.conversationexchange.com/resources/keyboard-language.php?lg=en
For Mac
http://www.wikihow.com/Change-the-Keyboard-Language-of-a-Mac
AND the Forum: >https://www.duolingo.com/topic/936
Greek | English |
---|---|
Καλημέρα | Good Morning |
Καληνύχτα / Καλό βράδυ | Good night |
Καλησπέρα | Good evening |
Όχι | No |
Ναι | Yes |
Ευχαριστώ | Thanks / Thank you |
Παρακαλώ | Please / You are welcome |
Λυπάμαι | I am sorry |
Συγνώμη | Sorry / Excuse me |
Αντίο | Goodbye |
Σ' αγαπώ / Σε αγαπώ | I love you |
Γεια | Hi / Hello |
Τι κάνεις; | How are you? / What are you doing? |
Πόσο κάνει; / Πόσο κοστίζει; | How much does it cost? |
Εγώ είμαι ο / η ..... | I am .... |
Εγώ μένω στην .... | I live in ..... |
άντρες · έχει · έχεις · έχουμε · έχω · αγελάδα · αγόρια · αυτοί · αυτό · βιβλίο · γάλα · γυναίκες · διαβάζει · διαβάζεις · διαβάζουμε · διαβάζουν · διαβάζω · είμαστε · είσαι · είσαστε · εμείς · εσείς · εσύ · εφημερίδα · ζωή · θα · κορίτσια · μενού · οι · πίνεις · πίνουν · παιδί · παιδιά · ρύζι · σάντουιτς · τα · τρως · τρώνε
38 words
Here are some links to easily convert your keyboard to enable you to use both Latin & Greek characters as you need. We have found these easy to install and simple to use. If you have any other links please share them with the community.
For Windows
https://billmounce.com/freegreekfont/unicode-windows
https://support.microsoft.com/en-us/help/17424/windows-change-keyboard-layout
https://www.conversationexchange.com/resources/keyboard-language.php?lg=en
For Mac
http://www.wikihow.com/Change-the-Keyboard-Language-of-a-Mac
HINT Check the hover drop-down hints for ideas. Remember they are like a dictionary and not all ideas may suit each sentence always us the top choice.
For the Indefinite articles (a/an/one in English) Greek has 3 possible types according to the gender of the word that follows.
It's import to remember that:
Gender refers to the grammatical pattern used by the word, it is not the actual gender of the person or thing.
For example in Greek, "girl" is neuter, but "chair" is feminine. So, be sure to learn the gender of each word from the start.
Singular Masculine | Singular Feminine | Singular Neuter |
---|---|---|
NOMINATIVE: ένας | μία or μια | ένα |
GENITIVE: ενός | μίας or μιας | ενός |
ACCUSATIVE: ένα or έναν | μία or μια | ένα |
VOCATIVE: --- | --- | --- |
Examples:
Ένας ελέφαντας (masculine) = An / one elephant
Μία γάτα (feminine) = A / one cat
Ένα φίδι (neuter) = A / one snake
The indefinite articles ένας, μία, ένα can be omitted when:
The meaning of the sentence is general.
The subject of the sentence can only be one.
The number of subjects does not matter.
Examples:
The cat is an animal - Η γάτα είναι ζώο.
These two are not a couple - Αυτοί οι δύο δεν είναι ζευγάρι.
Do you have a car? - Έχεις αυτοκίνητο;
I'm eating an orange - Τρώω πορτοκάλι.
In plural numbers, Greek uses pronouns, ΝΟΤ articles (like "some" in English). These words are:
Plural masculine: Μερικοί some/a few/a couple etc
Plural feminine: Μερικές
Plural neuter: Μερικά
Plural Masculine | Plural Feminine | Plural Neuter |
---|---|---|
NOMINATIVE: μερικοί | μερικές | μερικά |
GENITIVE: μερικών | μερικών | μερικών |
ACCUSATIVE: μερικούς | μερικές | μερικά |
VOCATIVE: μερικοί | μερικές | μερικά |
Person and Number | Pronouns | Example |
---|---|---|
1st person singular | εγώ = I | εγώ τρώω = I eat |
2nd person singular | εσύ = you | εσύ τρως = you eat |
3rd person singular | αυτός/αυτή/αυτό = he/she/it | αυτός τρώει = he eats |
1st person plural | εμείς = we | εμείς τρώμε = we eat |
2nd person plural | εσείς = you | εσείς τρώτε = you eat |
3rd person plural | αυτοί/αυτές = they (masculine/feminine) | αυτοί τρώνε = they eat |
Note that they has two types. If it refers to a group all males or male and female or its gender composition is unknown, αυτοί is used. If the group is composed of only females, αυτές is used instead.
Keep in mind that in Greek the personal pronoun (I, you etc) is not needed before the verb to define which person it is (as in English). So for example instead of writing: Εγώ τρώω, you can write simply Τρώω Likewise Εσύ πίνεις can be written as Πίνεις
άντρας · ένα · ένας · αγόρι · αυτή · αυτό · αυτός · γυναίκα · είμαι · είναι · εγώ · εσύ · η · και · κορίτσι · μήλο · μία · μικρό · νερό · ο · πίνει · πίνω · το · τρώει · τρώω · ψωμί
26 words
HOW TO ADD THE GREEK ALPHABET TO YOUR KEYBOARD
For Windows
https://support.microsoft.com/en-us/help/17424/windows-change-keyboard-layout https://www.conversationexchange.com/resources/keyboard-language.php?lg=en For Mac http://www.wikihow.com/Change-the-Keyboard-Language-of-a-Mac https://www.duolingo.com/topic/936
AND the Forum: HOW TO TYPE IN GREEK, and How to add accents, where to find the letters on your
SEE THIS LINK https://forum.duolingo.com/comment/23430853
A list of verbs used in this skill and variations between conjugations are given below:
be - είμαι
drink - πίνω
eat - τρώω
Definite articles in Greek are equivalent to the English word ''the'', however, in Greek, they vary depending on the gender and number of the word that follows. .
Greek like Polish, Russian, and many other languages uses 3 grammatical genders to describe nouns. While English though, has «the» for every gender and number, Greek has six possible articles.
Number and Gender in Nominative | Article | Example |
---|---|---|
Singular masculine | ο | ο άντρας = the man |
Plural masculine | οι | οι άντρες = the men |
Singular feminine | η | η γυναίκα = the woman |
Plural feminine | οι | οι γυναίκες = the women |
Singular neuter | το | το παιδί = the child |
Plural neuter | τα | τα παιδιά = the children |
Modern Greek has four cases in each number (Nominative, Genitive, Accusative, Vocative). The suffix shows the changes.
Cases and Numbers | Example Masculine | Example Feminine | Example Neuter |
---|---|---|---|
Nominative singular | ο άντρας = the man | η γυναίκα = the woman | |
Genitive singular | του άντρα = of the man | της γυναίκας = of the woman | |
Accusative singular | τον άντρα = the man | τη γυναίκα = the woman | |
Vocative singular | άντρα = man | γυναίκα = woman | |
Nominative Plural | οι άντρες = the men | οι γυναίκες = the women | |
Genitive plural | των αντρών = of the men | των γυναικών = of the women | |
Accusative Plural | τους άντρες = the men | τις γυναίκες = the women | |
Vocative Plural | άντρες=men | γυναίκες=women |
Cases and Numbers | Example Neuter 1 | Example Neuter 2 |
---|---|---|
Nominative singular | το παιδί = the child | το βιβλίο = the book |
Genitive singular | του παιδιού = of the child | του βιβλίου = of the book |
Accusative singular | το παιδί = the child | το βιβλίο = the book |
Vocative singular | παιδί = child | βιβλίο = book |
Nominative Plural | τα παιδιά = the children | τα βιβλία = the books |
Genitive plural | των παιδιών= of the children | των βιβλίων = of the books |
Accusative Plural | τα παιδιά = the children | τα βιβλία = the books |
Vocative Plural | παιδιά = children | βιβλία = books |
For the Indefinite articles (A/AN/ONE in English) Greek has 3 possible types according to the gender of the word that follows.
Singular Masculine | Singular Feminine | Singular Neuter |
---|---|---|
NOMINATIVE: ένας | μία or μια | ένα |
GENITIVE: ενός | μίας or μιας | ενός |
ACCUSATIVE: ένα or έναν | μία or μια | ένα |
VOCATIVE: --- | --- | --- |
Examples:
Ένας ελέφαντας (masculine) = An / one elephant
Μία γάτα (feminine) = A / one cat
Ένα φίδι (neuter) = A / one snake
The indefinite articles ένας, μία, ένα can be omitted when:
The meaning of the sentence is general.
The subject of the sentence can only be one.
The number of subjects does not matter.
Examples:
The cat is an animal - Η γάτα είναι ζώο.
These two are not a couple - Αυτοί οι δύο δεν είναι ζευγάρι.
Examples: To BE
(Εγώ) είμαι = I am
(Εσύ) είσαι = you are (singular)
(Αυτός, αυτή, αυτό) είναι = he, she or it is
(Εμείς) είμαστε = we are
(Εσείς) είσαστε = you are(plural) (or είστε)
(Αυτοί, αυτές, αυτά) είναι =they are
Important note: the pronoun (Εγώ, εσύ ...is not always needed.)
Pronouns | Example |
---|---|
1st person singular | εγώ = I |
2nd person singular | εσύ = you |
3rd person singular | αυτός/αυτή/αυτό = he/she/it |
1st person plural | εμείς = we |
2nd person plural | εσείς = you |
3rd person plural | αυτοί/αυτές = they (masculine/feminine) |
Note that they has two types. If it refers to a group all males or male and female or its gender composition is unknown, αυτοί is used. If the group is composed of only females, αυτές is used instead.
Keep in mind that in Greek the personal pronoun (I, you etc) is not needed before the verb to define which person it is (as in English).
The verb ending shows the person so for example:
Πίνω I drink.
Πίνεις You drink (singular)
Πίνει He/She/It drinks.
Πίνουμε & We drink
Πίνετε You drink (plural
Πίνουν & πίνουνε oral. They drink
άλφα · έψιλον · ήδη · ήτα · α · ανανάς · β · βήτα · βουβάλι · γ · γάμα · γεγονός · γιώτα · γράμμα · δ · δάδα · δέλτα · ε · ελένη · ζ · ζήτα · ζουζούνι · η · θ · θήτα · θρόνος · ι · ιλιάδα · κ · κάππα · και · κακό · καλό · λ · λάμδα · λουλούδι · μ · μαμά · μι · μπαμπάς · ν · νι · ντουντούκα · ξ · ξι · ξυλόφωνο · ο · π · πι · ποπ κορν · σ · σίγμα · στάση · τ · ταυ · το · υ · φ · φι · φιλοσοφία · χ · χι · χρώμα · ψ · ψι · ψυχή · ω · ωκεανός · ωμέγα · όμικρον · ύμνος · ύψιλον
72 words
MODERN GREEK
HOW TO ADD THE GREEK ALPHABET TO YOUR KEYBOARD
Here are some links to easily convert your keyboard to enable you to use both Latin and Greek characters as you need.
ForWindows
(https://support.microsoft.com/en-us/help/17424/windows-change-keyboard-layout)
(https://www.conversationexchange.com/resources/keyboard-language.php?lg=en)
For Mac
(http://www.wikihow.com/Change-the-Keyboard-Language-of-a-Mac)
To put the accent mark, press the semicolon key and then the vowel.
THE FORUMS
(https://www.duolingo.com/topic/936)(https://www.duolingo.com/comment/17556409)
Welcome to Modern Greek course for English speakers! Greek is an independent branch of the Indo-European language family. It has the longest documented history of any existing Indo-European language. From antiquity to present the language has presented many important changes resulting in its current form. Modern Greek (the language of our course) is spoken by 13 million people, it is the official language of Greece and one of the official languages of the Republic of Cyprus and the European Union.
The word ''alphabet'' comes from the first two letters of the Greek Alphabet, alpha, and beta (Α and Β). The Greek Alphabet has 24 letters, which are the same as Classical Greek. However, their pronunciation is completely different.
``````````````````````````````````````````````````
Greek: Upper Case-Lower Case | Name// English Name | Νearest pronunciation |
---|---|---|
Α-α | Άλφα // Alpha | A as in Ant |
Β-β | Βήτα // Veeta | V as in Vase |
Γ-γ | Γάμμα (Γάμα) //Gama | γ |
Δ-δ | Δέλτα //Delta | ð as in THe |
Ε-ε | Εψίλον //Epsilon | E as in Element |
Ζ-ζ | Ζήτα //Ζεετα | Z as in Zoo |
Η-η* | Ήτα //Eeta | EE as in "sEE" |
Θ-θ | Θήτα //theta | |
Ι-ι* | Ιώτα (γιώτα)//Iota | EE as in "sEE" |
Κ-κ | Κάππα (κάπα)/Kapa | K as inCow |
Λ-λ | Λάμδα//Lambda | L as in Lemon |
Μ-μ | Μυ (μι) //Mee | M as in Mother |
Ν-ν | Νυ (Νι) //Nee | N as in North |
Ξ-ξ | Ξει (Ξι) //Ksee | X as in "foX" |
Ο-ο* | Όμικρον// Omicron | O as in Organ |
Π-π | Πει (Πι) //Pee | P as in Pet |
Ρ-ρ | Ρω (ρο/Row | R as in Rhapsody |
Σ-σ/ς* | Σίγμα | Sigma |
Τ-τ | Ταυ // Taf | T as in Table |
Υ-υ* | Ύψιλον//Ypsilon | EE as in sEE |
Φ-φ | Φει (φι) //Fee | F as in Fun |
Χ-χ | Χει (Χι) //Chee | H as in Hurry |
Ψ-ψ | ψει (ψι) /Psee | PS as in liPStick |
Ω-ω* | Ωμέγα //Omega | O as in Organ |
Note: * Η/η, Ι/ι, Υ/υ, Οι/οι, Ει/ ει = are all pronounced ee as in "SEE"
Ο-ο and Ω-ω have the same pronunciation (''o'')
The pronunciations and their examples shown above are the nearest (not the exact) pronunciations in Modern Greek. The sound of some letters varies depending on the letter that follows.
WHERE TO FIND THE GREEK LETTERS ON YOU QWERTY KEYBOARD
**Of the 24 letters in the Greek alphabet 13 are exactly the same in appearance as the Latin.
These are A, B, E, H, I, K, M, N, O, T, X, Y, Z (They are not always pronounced the same but they are typed on the same key.
7 keys have the same sound: And are found on that key.
Φ = F
Λ = L
Π = P
Ρ = R
Σσ = S (ς = found on W)
2 have similar sound:
Γ = G
Δ = D
That leaves only 4 Greek letters with places you have to learn.
Here is where you'll find them:
Θ = U
Ξ = J
Ψ = C
Ω = V
Σ = S σ/ς Sigma has two different types in the lower case. When it is at the beginning of or inside the word it is written as σ but when it is at the end of a word it is written as ς this can be found at w**
ΑΙ αι = sounds like E-ε as
ΕΙ ει = sounds like Η-η, Ι-ι, Υ-υ /ee as in "see"
ΟΙ οι = sounds just like Η-η, Ι-ι, Υ-υ / ee as in "see"
ΥΙ υι = sounds just like Η-η, Ι-ι, Υ-υ / ee as in "see"
ΑΥ αυ= sounds like “av” or “af”
ΕΥ ευ= sounds like “ev” or “ef”
ΟΥ ου = sounds like "u" as in "soup".
ΜΠ μπ = sounds like b
ΝΤ ντ = sounds like "d"
ΓΚ γκ = sounds like "g"
ΓΓ γγ = sound like "ng"
ΤΣ τσ = sounds like "ts"
ΤΖ τζ = sounds like "tz"
Modern Greek has only ONE accent, that is placed above the accented vowels, and it looks like this: ά,έ, ή, ί, ό, ύ, ώ. The accent goes on one of the three last syllables. Accents help you emphasize the right syllable. For example: "μαμά" "maMA, “βιβλίο” (veevLEEo), ''μιλώ'' (meeLO) etc.
The Period, or full stop, the comma, and the exclamation mark are the same as English.
The Greek question mark looks just like the English semicolon ; and can be found on the Q when you are on the Greek keyb
Of the 24 letters in the Greek alphabet, 13 are the same in appearance as the English alphabet when capitalized and use the same key on a QWERTY keyboard.
Α α, Β β, Ε ε, Η η, Ι ι, Κ κ, Μ μ, Ν ν, Ο ο, Τ τ, Υ υ, Χ χ, Ζ ζ.
Ρ ρ is also familiar, but makes an [r] sound, and is on "R" key on a QWERTY (English) keyboard.
So when you have conquered this skill you will be able to use over half of the Greek alphabet!
NOTE: The Greek letter names are different to English names for the alphabet.
Greek | IPA, notes |
---|---|
Α α | [a] Άννα : Anna (as in "Anna") : |
αι | [ai̯] ναι : yes (as in "hail.") |
Β β | [v] βάζο : vase (similar to "vase") |
Ε ε | [e] ζέβρα (as in "zebra") |
εί | [i] είναι : it is/are (as in "machine") See Ι ι. |
Ι ι | [i] ρύζι : rice (as in ""machine, Icarus") |
Κ κ | [k] καρότο : carrot (as in "carrot") |
Μ μ | [m] μαμά : mom (as in "mom") |
Ν ν | [n] νερό : water, ναι : yes (as in "nine") |
Ο ο | [o] βάζο : vase (similar to " soft") |
Ρ ρ | [r] ρύζι : rice (as in "rice") On the "R" key of a QWERTY keyboard. |
Τ τ | [t] καρότο : carrot (as in "train) : τρένο |
Υ υ | [i] ρύζι : rice (as in "machine", "Icarus") See Ι ι. |
Ζ ζ | [z] ζέβρα : zebra (as in "zebra") |
You will need to use a Greek keyboard.
ADDING THE GREEK ALPHABET TO YOUR KEYBOARD
Links to change your keyboard to use both Latin and Greek characters. :
Win.7,8 -
Win 10 -
Mac
Modern Greek has only ONE accent mark and it is only on vowels.
i.e. ά, έ, ή, ί, ό, ύ, ώ.
The accent goes on one of the three last syllables.
Accents indicate where to put the emphasis when saying the word. Most one syllable words do not have accents.
Do note, there some cases where you DO need an accent as it makes a huge difference in the meaning.
To use the accent mark : press the semicolon key and then the vowel.
Μαρία (like marEEa)
καρότο' (like karooto) : carrot
Capital letters have accents ONLY on the first letter of a word.
Άννα
Accents for capital letters are omitted for all other places..
καρότο/ ΚΑΡΟΤΟ : carrot
βάζο / ΒΑΖΟ : vase.
The Period or full stop, the comma and the exclamation mark are the same as English.
The Greek question mark looks just like the English semicolon ; and can be found on the Q key when you are on the Greek keyboard.
και : and
ναι : yes
είναι : it is
Modern Greek is pronounced differently to the varieties of ancient Greek. This course teaches modern Greek.
MODERN GREEK
HOW TO ADD THE GREEK ALPHABET TO YOUR KEYBOARD
Here are some links to easily convert your keyboard to enable you to use both Latin and Greek characters as you need.
ForWindows
(https://support.microsoft.com/en-us/help/17424/windows-change-keyboard-layout)
(https://www.conversationexchange.com/resources/keyboard-language.php?lg=en)
For Mac
(http://www.wikihow.com/Change-the-Keyboard-Language-of-a-Mac)
To put the accent mark, press the semicolon key and then the vowel.
THE FORUMS
(https://www.duolingo.com/topic/936)(https://www.duolingo.com/comment/17556409)
Welcome to Modern Greek course for English speakers! Greek is an independent branch of the Indo-European language family. It has the longest documented history of any existing Indo-European language. From antiquity to present the language has presented many important changes resulting in its current form. Modern Greek (the language of our course) is spoken by 13 million people, it is the official language of Greece and one of the official languages of the Republic of Cyprus and the European Union.
The word ''alphabet'' comes from the first two letters of the Greek Alphabet, alpha, and beta (Α and Β). The Greek Alphabet has 24 letters, which are the same as Classical Greek. However, their pronunciation is completely different.
``````````````````````````````````````````````````
Greek: Upper Case-Lower Case | Name// English Name | Νearest pronunciation |
---|---|---|
Α-α | Άλφα // Alpha | A as in Ant |
Β-β | Βήτα // Veeta | V as in Vase |
Γ-γ | Γάμμα (Γάμα) //Gama | γ |
Δ-δ | Δέλτα //Delta | ð as in THe |
Ε-ε | Εψίλον //Epsilon | E as in Element |
Ζ-ζ | Ζήτα //Ζεετα | Z as in Zoo |
Η-η* | Ήτα //Eeta | EE as in "sEE" |
Θ-θ | Θήτα //theta | |
Ι-ι* | Ιώτα (γιώτα)//Iota | EE as in "sEE" |
Κ-κ | Κάππα (κάπα)/Kapa | K as inCow |
Λ-λ | Λάμδα//Lambda | L as in Lemon |
Μ-μ | Μυ (μι) //Mee | M as in Mother |
Ν-ν | Νυ (Νι) //Nee | N as in North |
Ξ-ξ | Ξει (Ξι) //Ksee | X as in "foX" |
Ο-ο* | Όμικρον// Omicron | O as in Organ |
Π-π | Πει (Πι) //Pee | P as in Pet |
Ρ-ρ | Ρω (ρο/Row | R as in Rhapsody |
Σ-σ/ς* | Σίγμα | Sigma |
Τ-τ | Ταυ // Taf | T as in Table |
Υ-υ* | Ύψιλον//Ypsilon | EE as in sEE |
Φ-φ | Φει (φι) //Fee | F as in Fun |
Χ-χ | Χει (Χι) //Chee | H as in Hurry |
Ψ-ψ | ψει (ψι) /Psee | PS as in liPStick |
Ω-ω* | Ωμέγα //Omega | O as in Organ |
Note: * Η/η, Ι/ι, Υ/υ, Οι/οι, Ει/ ει = are all pronounced ee as in "SEE"
Ο-ο and Ω-ω have the same pronunciation (''o'')
The pronunciations and their examples shown above are the nearest (not the exact) pronunciations in Modern Greek. The sound of some letters varies depending on the letter that follows.
WHERE TO FIND THE GREEK LETTERS ON YOU QWERTY KEYBOARD
**Of the 24 letters in the Greek alphabet 13 are exactly the same in appearance as the Latin.
These are A, B, E, H, I, K, M, N, O, T, X, Y, Z (They are not always pronounced the same but they are typed on the same key.
7 keys have the same sound: And are found on that key.
Φ = F
Λ = L
Π = P
Ρ = R
Σσ = S (ς = found on W)
2 have similar sound:
Γ = G
Δ = D
That leaves only 4 Greek letters with places you have to learn.
Here is where you'll find them:
Θ = U
Ξ = J
Ψ = C
Ω = V
Σ = S σ/ς Sigma has two different types in the lower case. When it is at the beginning of or inside the word it is written as σ but when it is at the end of a word it is written as ς this can be found at w**
ΑΙ αι = sounds like E-ε as
ΕΙ ει = sounds like Η-η, Ι-ι, Υ-υ /ee as in "see"
ΟΙ οι = sounds just like Η-η, Ι-ι, Υ-υ / ee as in "see"
ΥΙ υι = sounds just like Η-η, Ι-ι, Υ-υ / ee as in "see"
ΑΥ αυ= sounds like “av” or “af”
ΕΥ ευ= sounds like “ev” or “ef”
ΟΥ ου = sounds like "u" as in "soup".
ΜΠ μπ = sounds like b
ΝΤ ντ = sounds like "d"
ΓΚ γκ = sounds like "g"
ΓΓ γγ = sound like "ng"
ΤΣ τσ = sounds like "ts"
ΤΖ τζ = sounds like "tz"
Modern Greek has only ONE accent, that is placed above the accented vowels, and it looks like this: ά,έ, ή, ί, ό, ύ, ώ. The accent goes on one of the three last syllables. Accents help you emphasize the right syllable. For example: "μαμά" "maMA, “βιβλίο” (veevLEEo), ''μιλώ'' (meeLO) etc.
The Period, or full stop, the comma, and the exclamation mark are the same as English.
The Greek question mark looks just like the English semicolon ; and can be found on the Q when you are on the Greek keyb
Of the 24 letters in the Greek alphabet, 13 are the same in appearance as the English alphabet when capitalized and use the same key on a QWERTY keyboard.
Α α, Β β, Ε ε, Η η, Ι ι, Κ κ, Μ μ, Ν ν, Ο ο, Τ τ, Υ υ, Χ χ, Ζ ζ.
Ρ ρ is also familiar, but makes an [r] sound, and is on "R" key on a QWERTY (English) keyboard.
So when you have conquered this skill you will be able to use over half of the Greek alphabet!
NOTE: The Greek letter names are different to English names for the alphabet.
Greek | IPA, notes |
---|---|
Α α | [a] Άννα : Anna (as in "Anna") : |
αι | [ai̯] ναι : yes (as in "hail.") |
Β β | [v] βάζο : vase (similar to "vase") |
Ε ε | [e] ζέβρα (as in "zebra") |
εί | [i] είναι : it is/are (as in "machine") See Ι ι. |
Ι ι | [i] ρύζι : rice (as in ""machine, Icarus") |
Κ κ | [k] καρότο : carrot (as in "carrot") |
Μ μ | [m] μαμά : mom (as in "mom") |
Ν ν | [n] νερό : water, ναι : yes (as in "nine") |
Ο ο | [o] βάζο : vase (similar to " soft") |
Ρ ρ | [r] ρύζι : rice (as in "rice") On the "R" key of a QWERTY keyboard. |
Τ τ | [t] καρότο : carrot (as in "train) : τρένο |
Υ υ | [i] ρύζι : rice (as in "machine", "Icarus") See Ι ι. |
Ζ ζ | [z] ζέβρα : zebra (as in "zebra") |
You will need to use a Greek keyboard.
ADDING THE GREEK ALPHABET TO YOUR KEYBOARD
Links to change your keyboard to use both Latin and Greek characters. :
Win.7,8 -
Win 10 -
Mac
Modern Greek has only ONE accent mark and it is only on vowels.
i.e. ά, έ, ή, ί, ό, ύ, ώ.
The accent goes on one of the three last syllables.
Accents indicate where to put the emphasis when saying the word. Most one syllable words do not have accents.
Do note, there some cases where you DO need an accent as it makes a huge difference in the meaning.
To use the accent mark : press the semicolon key and then the vowel.
Μαρία (like marEEa)
καρότο' (like karooto) : carrot
Capital letters have accents ONLY on the first letter of a word.
Άννα
Accents for capital letters are omitted for all other places..
καρότο/ ΚΑΡΟΤΟ : carrot
βάζο / ΒΑΖΟ : vase.
The Period or full stop, the comma and the exclamation mark are the same as English.
The Greek question mark looks just like the English semicolon ; and can be found on the Q key when you are on the Greek keyboard.
και : and
ναι : yes
είναι : it is
Modern Greek is pronounced differently to the varieties of ancient Greek. This course teaches modern Greek.
The letter "S" in Greek is the only letter with 3 different forms :
On the QWERTY (English) keyboard, the ς is on the "w" key.
με : with
στο : at the
αυτός κάνει : he makes
Βίντεο και σνακ : A video and a snack
is one of the key sentences here.
We hope you enjoy the show.
The letter "S" in Greek is the only letter with 3 different forms :
On the QWERTY (English) keyboard, the ς is on the "w" key.
με : with
στο : at the
αυτός κάνει : he makes
Βίντεο και σνακ : A video and a snack
is one of the key sentences here.
We hope you enjoy the show.
Greek | IPA, notes |
---|---|
Η η | [i] ρύζι : rice (as in "machine", "Icarus") See Ι ι. |
Χ χ | [kʰ] Όχι : no (ch as in Scottish "loch" ~ h as in English "hue") |
Γ γ | [ɣ] Γεια σου : hi (g as in Spanish " lago" or y as in English " yellow" , ng as in English "long" or ñ in Spanish, niño". On the "g" key of a QWERTY keyboard.) |
In Modern Greek there are three genders :
As with many Indo-European languages, every noun has a gender. For some nouns this is obvious, but for some it is less obvious. The endings of nouns often help to identify the gender. Though there are many exceptions. And even inanimate objects can have different genders, and different articles are used for the different grammatical genders.
Greek | IPA, notes |
---|---|
Η η | [i] ρύζι : rice (as in "machine", "Icarus") See Ι ι. |
Χ χ | [kʰ] Όχι : no (ch as in Scottish "loch" ~ h as in English "hue") |
Γ γ | [ɣ] Γεια σου : hi (g as in Spanish " lago" or y as in English " yellow" , ng as in English "long" or ñ in Spanish, niño". On the "g" key of a QWERTY keyboard.) |
In Modern Greek there are three genders .
masculine i.e **ο τίτλος (the title) https://www.duolingo.com/dictionary/Greek/%CF%84%CE%AF%CF%84%CE%BB%CE%BF%CF%82/c9fa9605b9e0f8ea24e8f8af03c55676
feminine i.e. η καρέκλα (the chair)
https://www.duolingo.com/dictionary/Greek/%CE%BA%CE%B1%CF%81%CE%AD%CE%BA%CE%BB%CE%B1/fae274ddae5ad2a206601cb0510074f7
H [γυναίκα] (the woman) https://www.duolingo.com/dictionary/Greek/%CE%B3%CF%85%CE%BD%CE%B1%CE%AF%CE%BA%CE%B1/dc5bd84a804e585a60fb6ae15ffc2369)** : the woman
As with many Indo-European languages, every noun has a gender. For some nouns this is obvious, but for some it is less obvious.
The gender is just a grammatical way to define how to use the word they DO NOT REFER TO THE ACTUAL PEOPLE OR OBJECTS. And even inanimate objects can have different genders, and different articles are used for the different grammatical genders.
The endings of nouns often help to identify the gender. Though there are many exceptions.
Greek | IPA, notes |
---|---|
Δ δ | [ð] (th as in English "then") |
Λ λ | [l] l (as in English "lemon") |
Θ θ | [θ] θρόνος : throne (th as in English "thin") |
Π π | [p] (p as in English "top") |
Θα ήθελα : I would like
Σκελετός
Greek | IPA, notes |
---|---|
Ξ ξ | [ks] (x as in English "fox") |
Ψ ψ | [ps] (ps as in English "lapse") |
Ω ω | [o] (similar to British English "soft") |
Φ φ | [f] (f as in English "five") |
ευχαριστώ : thanks
παρακαλώ : please
You've done it, covered all the letters of the Greek Alphabet !
HOW TO ADD THE GREEK ALPHABET TO YOUR KEYBOARD
For Windows
https://support.microsoft.com/en-us/help/17424/windows-change-keyboard-layout https://www.conversationexchange.com/resources/keyboard-language.php?lg=en For Mac http://www.wikihow.com/Change-the-Keyboard-Language-of-a-Mac https://www.duolingo.com/topic/936
AND the Forum: HOW TO TYPE IN GREEK, and How to add accents, where to find the letters on your
SEE THIS LINK https://forum.duolingo.com/comment/23430853
A list of verbs used in this skill and variations between conjugations are given below:
be - είμαι
drink - πίνω
eat - τρώω
Definite articles in Greek are equivalent to the English word ''the'', however, in Greek, they vary depending on the gender and number of the word that follows. .
Greek like Polish, Russian, and many other languages uses 3 grammatical genders to describe nouns. While English though, has «the» for every gender and number, Greek has six possible articles.
Number and Gender in Nominative | Article | Example |
---|---|---|
Singular masculine | ο | ο άντρας = the man |
Plural masculine | οι | οι άντρες = the men |
Singular feminine | η | η γυναίκα = the woman |
Plural feminine | οι | οι γυναίκες = the women |
Singular neuter | το | το παιδί = the child |
Plural neuter | τα | τα παιδιά = the children |
Modern Greek has four cases in each number (Nominative, Genitive, Accusative, Vocative). The suffix shows the changes.
Cases and Numbers | Example Masculine | Example Feminine | Example Neuter |
---|---|---|---|
Nominative singular | ο άντρας = the man | η γυναίκα = the woman | |
Genitive singular | του άντρα = of the man | της γυναίκας = of the woman | |
Accusative singular | τον άντρα = the man | τη γυναίκα = the woman | |
Vocative singular | άντρα = man | γυναίκα = woman | |
Nominative Plural | οι άντρες = the men | οι γυναίκες = the women | |
Genitive plural | των αντρών = of the men | των γυναικών = of the women | |
Accusative Plural | τους άντρες = the men | τις γυναίκες = the women | |
Vocative Plural | άντρες=men | γυναίκες=women |
Cases and Numbers | Example Neuter 1 | Example Neuter 2 |
---|---|---|
Nominative singular | το παιδί = the child | το βιβλίο = the book |
Genitive singular | του παιδιού = of the child | του βιβλίου = of the book |
Accusative singular | το παιδί = the child | το βιβλίο = the book |
Vocative singular | παιδί = child | βιβλίο = book |
Nominative Plural | τα παιδιά = the children | τα βιβλία = the books |
Genitive plural | των παιδιών= of the children | των βιβλίων = of the books |
Accusative Plural | τα παιδιά = the children | τα βιβλία = the books |
Vocative Plural | παιδιά = children | βιβλία = books |
For the Indefinite articles (A/AN/ONE in English) Greek has 3 possible types according to the gender of the word that follows.
Singular Masculine | Singular Feminine | Singular Neuter |
---|---|---|
NOMINATIVE: ένας | μία or μια | ένα |
GENITIVE: ενός | μίας or μιας | ενός |
ACCUSATIVE: ένα or έναν | μία or μια | ένα |
VOCATIVE: --- | --- | --- |
Examples:
Ένας ελέφαντας (masculine) = An / one elephant
Μία γάτα (feminine) = A / one cat
Ένα φίδι (neuter) = A / one snake
The indefinite articles ένας, μία, ένα can be omitted when:
The meaning of the sentence is general.
The subject of the sentence can only be one.
The number of subjects does not matter.
Examples:
The cat is an animal - Η γάτα είναι ζώο.
These two are not a couple - Αυτοί οι δύο δεν είναι ζευγάρι.
Examples: To BE
(Εγώ) είμαι = I am
(Εσύ) είσαι = you are (singular)
(Αυτός, αυτή, αυτό) είναι = he, she or it is
(Εμείς) είμαστε = we are
(Εσείς) είσαστε = you are(plural) (or είστε)
(Αυτοί, αυτές, αυτά) είναι =they are
Important note: the pronoun (Εγώ, εσύ ...is not always needed.)
Pronouns | Example |
---|---|
1st person singular | εγώ = I |
2nd person singular | εσύ = you |
3rd person singular | αυτός/αυτή/αυτό = he/she/it |
1st person plural | εμείς = we |
2nd person plural | εσείς = you |
3rd person plural | αυτοί/αυτές = they (masculine/feminine) |
Note that they has two types. If it refers to a group all males or male and female or its gender composition is unknown, αυτοί is used. If the group is composed of only females, αυτές is used instead.
Keep in mind that in Greek the personal pronoun (I, you etc) is not needed before the verb to define which person it is (as in English).
The verb ending shows the person so for example:
Πίνω I drink.
Πίνεις You drink (singular)
Πίνει He/She/It drinks.
Πίνουμε & We drink
Πίνετε You drink (plural
Πίνουν & πίνουνε oral. They drink
HOW TO ADD THE GREEK ALPHABET TO YOUR KEYBOARD Here are some links to easily convert your keyboard to enable you to use both Latin and Greek characters as you need. We have found these easy to install and simple to use. If you have any other links please share them with the community.
For Windows
https://support.microsoft.com/en-us/help/17424/windows-change-keyboard-layout
https://www.conversationexchange.com/resources/keyboard-language.php?lg=en
For Mac
http://www.wikihow.com/Change-the-Keyboard-Language-of-a-Mac
AND the Forum: >https://www.duolingo.com/topic/936
Greek | English |
---|---|
Καλημέρα | Good Morning |
Καληνύχτα / Καλό βράδυ | Good night |
Καλησπέρα | Good evening |
Όχι | No |
Ναι | Yes |
Ευχαριστώ | Thanks / Thank you |
Παρακαλώ | Please / You are welcome |
Λυπάμαι | I am sorry |
Συγνώμη | Sorry / Excuse me |
Αντίο | Goodbye |
Σ' αγαπώ / Σε αγαπώ | I love you |
Γεια | Hi / Hello |
Τι κάνεις; | How are you? / What are you doing? |
Πόσο κάνει; / Πόσο κοστίζει; | How much does it cost? |
Εγώ είμαι ο / η ..... | I am .... |
Εγώ μένω στην .... | I live in ..... |
This skill teaches essential phrases such as
- Είμαι ο Μαρκ. = I am Mark.
- Είμαι γιατρός. = I am a doctor. (Note that the "a" almost always gets dropped in Greek)
- Είμαι από την Αμερική. = I am from America.
- Μένω στην Ελλάδα. = I live in Greece.
- Δουλεύω για το Duolingo. = I work for Duolingo.
You will also learn how to ask questions about these topics. The questions use formal or informal verb forms, e.g.
- Πού μένετε, κύριε Ανδρέου; = Where do you live, Mr Andreou?
- Πού μένεις, Άννα; = Where do you live, Anna?
This means that you will also learn and practice the following part of the regular verb conjugation in Greek:
μέν-ω = I live
μέν-εις = you live (informal)
μέν-ετε = you live (in formal contexts or when talking to several people)
Here are some links to easily convert your keyboard to enable you to use both Latin & Greek characters as you need. We have found these easy to install and simple to use. If you have any other links please share them with the community.
For Windows
https://billmounce.com/freegreekfont/unicode-windows
https://support.microsoft.com/en-us/help/17424/windows-change-keyboard-layout
https://www.conversationexchange.com/resources/keyboard-language.php?lg=en
For Mac
http://www.wikihow.com/Change-the-Keyboard-Language-of-a-Mac
HINT Check the hover drop-down hints for ideas. Remember they are like a dictionary and not all ideas may suit each sentence always us the top choice.
For the Indefinite articles (a/an/one in English) Greek has 3 possible types according to the gender of the word that follows.
It's import to remember that:
Gender refers to the grammatical pattern used by the word, it is not the actual gender of the person or thing.
For example in Greek, "girl" is neuter, but "chair" is feminine. So, be sure to learn the gender of each word from the start.
Singular Masculine | Singular Feminine | Singular Neuter |
---|---|---|
NOMINATIVE: ένας | μία or μια | ένα |
GENITIVE: ενός | μίας or μιας | ενός |
ACCUSATIVE: ένα or έναν | μία or μια | ένα |
VOCATIVE: --- | --- | --- |
Examples:
Ένας ελέφαντας (masculine) = An / one elephant
Μία γάτα (feminine) = A / one cat
Ένα φίδι (neuter) = A / one snake
The indefinite articles ένας, μία, ένα can be omitted when:
The meaning of the sentence is general.
The subject of the sentence can only be one.
The number of subjects does not matter.
Examples:
The cat is an animal - Η γάτα είναι ζώο.
These two are not a couple - Αυτοί οι δύο δεν είναι ζευγάρι.
Do you have a car? - Έχεις αυτοκίνητο;
I'm eating an orange - Τρώω πορτοκάλι.
In plural numbers, Greek uses pronouns, ΝΟΤ articles (like "some" in English). These words are:
Plural masculine: Μερικοί some/a few/a couple etc
Plural feminine: Μερικές
Plural neuter: Μερικά
Plural Masculine | Plural Feminine | Plural Neuter |
---|---|---|
NOMINATIVE: μερικοί | μερικές | μερικά |
GENITIVE: μερικών | μερικών | μερικών |
ACCUSATIVE: μερικούς | μερικές | μερικά |
VOCATIVE: μερικοί | μερικές | μερικά |
Person and Number | Pronouns | Example |
---|---|---|
1st person singular | εγώ = I | εγώ τρώω = I eat |
2nd person singular | εσύ = you | εσύ τρως = you eat |
3rd person singular | αυτός/αυτή/αυτό = he/she/it | αυτός τρώει = he eats |
1st person plural | εμείς = we | εμείς τρώμε = we eat |
2nd person plural | εσείς = you | εσείς τρώτε = you eat |
3rd person plural | αυτοί/αυτές = they (masculine/feminine) | αυτοί τρώνε = they eat |
Note that they has two types. If it refers to a group all males or male and female or its gender composition is unknown, αυτοί is used. If the group is composed of only females, αυτές is used instead.
Keep in mind that in Greek the personal pronoun (I, you etc) is not needed before the verb to define which person it is (as in English). So for example instead of writing: Εγώ τρώω, you can write simply Τρώω Likewise Εσύ πίνεις can be written as Πίνεις
This lesson introduces the remaining forms of the regular present tense. The complete picture is:
μέν-ω = I live
μέν-εις = you live (singular)
μέν-ει = he/she/it lives
μέν-ουμε = we live
μέν-ετε = you all live (plural or formal)
μέν-ουν = they live
Many names of professions are the same for men and women, e.g.
ο ηθοποιός - η ηθοποιός (the actor, the actress)
ο αρχιτέκτονας - η αρχιτέκτονας (the male/female architect)
Professions that end in -tis however will have a female form that ends in -tria:
ο πωλητής - η πωλήτρια (the salesman, the saleswomen)
This lesson also shows you a few plural forms. A lot of masculine and feminine Greek words will change their ending to -es for plural:
η γυναίκα -> οι γυναίκες
η γάτα -> οι γάτες
ο μαθητής -> οι μαθητές
ο άντρας -> οι άντρες
In the "Introducing Others" skill, you've seen that a lot of Greek plurals end in -es, e.g.
η γυναίκα - οι γυναίκες
ο πωλητής - οι πωλητές
Now, you will encounter two more types of plurals:
1) Words that end in -os in singular (mostly masculine words) will end in -oi in plural, e.g. ο γιατρός - οι γιατροί
2) Words that end in -o in singular (mostly neuter words) will end in -a in plural, e.g. το θέατρο - τα θέατρα
This unit does not present new grammar. You just learn some extra words that may help you in introducing yourself or understanding others' introductions.
Note that when you are talking about a female person from a particular country, the word will usually end in -ίδα:
ο Αμερικανός - η Αμερικανίδα
ο Γερμανός - η Γερμανίδα
Alternatively, sometimes the word ending will change to -α or -η:
ο Κινέζος - η Κινέζα
ο δάσκαλος - η δασκάλα
ο Αυστραλός - η Αυστραλή
ο χριστιανός - η χριστιανή
Person | Possessive Pronoun (Single object owned) | Possessive Pronoun (Many objects owned) | English translation |
---|---|---|---|
1st person singular | (Δικός/Δική/Δικό) μου | (Δικοί/Δικές/Δικά) μου | My |
2nd person singular | (Δικός/Δική/Δικό) σου | (Δικοί/Δικές/Δικά) σου | Your |
3rd person singular (masculine) | (Δικός/Δική/Δικό) του | (Δικοί/Δικές/Δικά) του | His |
3rd person singular (feminine) | (Δικός/Δική/Δικό) της | (Δικοί/Δικές/Δικά) της | Her |
3rd person singular (neuter) | (Δικός/Δική/Δικό) του | (Δικοί/Δικές/Δικά) του | Its |
1st person plural | (Δικός/Δική/Δικό) μας | (Δικοί/Δικές/Δικά) μας | Our |
2nd person plural | (Δικός/Δική/Δικό) σας | (Δικοί/Δικές/Δικά) σας | Your |
3rd person plural | (Δικός/Δική/Δικό) τους | (Δικοί/Δικές/Δικά) τους | Their |
EXAMPLES:
Ο άντρας μου=My husband
Ο δικός μου άντρας= My own husband (emphatic).
WHAT'S THE DIFFERENCE BETWEEN Δικός, δική, δικό?
Δικός is used if the owned object is of masculine gender: Ο άντρας είναι δικός μου=The man is mine.
Δικός becomes δικοί when the owned object of masculine gender is in plural.
So, οι άντρες είναι δικοί μου=the men are mine.
Δική is used if the owned object is of feminine gender:
Η γυναίκα είναι δική μου=The woman is mine.
Δική becomes δικές when the owned object of feminine gender is in plural.
So, οι γυναίκες είναι δικές μου=the women are mine.
Δικό is used if the owned object is of neuter gender: Το παιδί είναι δικό μου=The kid is mine.
Δικό becomes δικά when the owned object of neuter gender is in plural.
So, τα παιδιά είναι δικά μου=the children are mine.
THE DOUBLE ACCENT RULE
When μου,σου,του,της,μας,σας,τους comes after a word that is accented on the antepenultimate (third syllable from the end e.g. αυτοκίνητο), then it is accented also on the last syllable.
Example:
το αυτοκίνητό μου=my car
το ραδιόφωνό της= her radio
η τσάντα του=his bag (no double accent here because the word τσάντα is not accented on the antepenult!)
This unit introduces the Accusative, a key concept in Greek. In the initial lessons you'll encounter the Accusative personal pronouns (me, him, her etc.) that you are familiar with in English. Later, the same concept is applied to nouns:
Με βλέπεις; - Do you see me?
Την βλέπεις; - Do you see her?
Βλέπεις την γυναίκα; - Do you see the woman?
(You don't have to learn it all now; the following skills are also designed to let you practice the Accusative)
με - me
σε - you (singular, informal)
τον, την, το - him, her, it
μας - us
σας - you (plural or formal)
τους, τις, τα - them (mixed groups, groups of women, things)
Note that these pronouns are placed BEFORE the verb.
The articles are usually the same as the pronouns:
Βλέπω τον γιατρό. (τον = him)
Βλέπω την γυναίκα. (την = her)
Βλέπω το μουσείο. (το = it)
Βλέπω τους γιατρούς. (τους = them)
Βλέπω τις γυναίκες.
Βλέπω τα μουσεία.
The demonstrative αυτό (this) will generally have the same ending as the definite article, so that it sounds like an echo: αυτό το μουσείο, αυτή η γυναίκα, αυτοί οι γιατροί, αυτά τα μουσεία... only the masculine Nominative form ends in -os like the noun rather than -o like the article: αυτός ο άντρας.
This skill allows you to practice the Accusative some more, because Greek uses the Accusative, not Nominative, when ordering things:
Θέλω τον καφέ. = I want the coffee.
Τον καφέ, παρακαλώ. = The coffee, please.
Ο καφές είναι κρύος. = The coffee is cold.
The indefinite articles μία, ένα for feminine and neuter stay the same for Accusative, while ένας changes to έναν.
You also learn to ask questions with Which. This word adapts to the noun, i.e. it's ποιο for neuter nouns:
Ποιό κρασί θελετε; = Which wine do you want?
... and ποια for feminine nouns:
Ποιά γυναίκα; = Which woman?
And there are also other forms, but these two will be enough for most situations.
The possessive pronouns in Greek have the same first letter as the object pronouns that you already know.
Some are even completely identical. Here's a comparison:
μου - my | με - me
σου - your | σε - you (as in "I see you")
του - his | τον - him
της - her (as in "her car") | την - her (as in "I see her")
μας - our | μας - us
σας - your | σας - you all
τους - their | τους - them
The most common use for these is when talking about members of your family (η μητέρα μου, ο αδελφός μου) and your friends (οι φίλοι μου). The Greek equivalent of "Darling" is "Αγάπη μου", literally meaning "my love".
One little quirk: if the Greek noun has its accent on the third syllable from the right, as in ο δάσκαλος (the teacher), and you add one of these pronouns, then an additional accent will appear on the last syllable, in order to ensure that the two words are pronounced together:
ο δάσκαλός μου (my teacher).
These are the parts of speech in Greek:
λέξη = word
άρθρο = article
επίθετο = adjective
ουσιαστικό= noun
λόγος = speech
μέρος = part
ρήμα = verb
μετοχή = participle
πρόθεση = preposition
σύνδεσμος = conjunction
επίρρημα = adverb
αντωνυμία = pronoun
επιφώνημα = interjection
We are going now to analyze a simple Greek sentence in order to teach you the basic parts of speech.
So, we have the sentence "'Ο άντρας τρώει το κόκκινο μήλο." In this particular sentence, there are two articles "ο" and "το", which are respectively the articles for the male and the neuter nouns, there are also two nouns "άντρας" and "μήλο" which mean man and apple respectively. Finally, there is a verb "τρώει" which means eats / is eating. Κόκκινο which shows "what kind" is an adjective.
The definite article:
Depending on the gender, number, and case the definite article in Greek varies.
Singular | Masculine | Feminine | Neuter | |
---|---|---|---|---|
Nominative | ο | η | το | |
Genitive | του | της | του | |
Accusative | τον | τη(ν) | το |
Plural | Masculine | Feminine | Neuter | |
---|---|---|---|---|
Nominative | οι | οι | τα | |
Genitive | των | των | των | |
Accusative | τους | τις | τα |
(!) Vocative has no article
(!)The -ν of την is preserved if the following word begins with κ, π, τ, ψ, ξ, γκ , μπ, ντ, τζ, τσ or a vowel.
So the accusative for γυναίκα and κότα is:
Τη γυναίκα.
Την κότα.
Note that this rule also applies to the negatives δεν, μην also to στην & αυτήν (accusative of αυτή), but not to τον, στον etc
NB: The gender does not reflect the actual person or item (grammatical gender does not match natural gender) but is only a means of classifying nouns. For example: ο άντρας is masculine. But: το αγόρι (the boy is neuter) and η καρέκλα (the chair is feminine).
Unlike in difficult languages like French or Spanish, the verb to have is completely regular in Greek:
έχω - I have
έχεις - you have
έχει - he/she/it has
έχουμε - we have
έχετε - you have (plural or formal)
έχουν - they have
When you want to really emphasize that something is yours, you use the word "own" in English and δικός in Greek ("my own daughter", "your own fault" and so on). Note that the μου, σου etc. will follow after δικός, not after the noun anymore:
ο γιος μου (my son) -> ο δικός μου γιος (my own son)
Δικός + possessive pronoun is also used for sentences of the type "... is mine/yours/his":
Ο καφές είναι δικός μου. = The coffee is mine.
WHAT'S THE DIFFERENCE BETWEEN Δικός, δική, δικό?
Δικός behaves like an adjective in that the ending must match the noun that you are describing:
ο δικός μου γιατρός - my own doctor
η δική μου κόρη - my own daughter
το δικό μου σπίτι - my own house
οι δικοί μου γιατροί - my own doctors
οι δικές μου κόρες - my own daughters
τα δικά μου σπίτια - my own houses
(And same for σου, του, της, μας, σας, τους)
Δικός is used if the owned object is of masculine gender: Ο άντρας είναι δικός μου=The man is mine.
Δικός becomes δικοί when the owned object of masculine gender is in plural.
So, οι άντρες είναι δικοί μου=the men are mine.
Δική is used if the owned object is of feminine gender:
Η γυναίκα είναι δική μου=The woman is mine.
Δική becomes δικές when the owned object of feminine gender is in plural.
So, οι γυναίκες είναι δικές μου=the women are mine.
Δικό is used if the owned object is of neuter gender: Το παιδί είναι δικό μου=The kid is mine.
Δικό becomes δικά when the owned object of neuter gender is in plural.
So, τα παιδιά είναι δικά μου=the children are mine.
This lesson introduces several verbs that end in -άω. These have slightly different endings than the ones you have seen previously, mainly in that the vowel A occurs more often. Here are the two conjugations side by side:
μιλ-άω + / μέν-ω
μιλ-άς / μέν-εις
μιλ-άει or μιλ-ά / μέν-ει
μιλ-άμε + / μέν-ουμε
μιλ-άτε / μέν-ετε
μιλ-άνε + / μέν-ουν
The border between the two conjugations is somewhat fluid in everyday Greek. In the forms marked with a plus, you may also hear Greeks using the other conjugation's forms, i.e. μιλώ, μιλούμε, μιλούν, or even a halfway form like μιλάν. This depends on the region and the level of informality, e.g. μιλούν sounds bookish to most, while μιλάνε may be considered more colloquial than μιλάν. We recommend learning the forms as listed above and then adapting to your interlocutors if you spend a lot of time in a particular Greek region.
The names of the days of the week are: Δευτέρα - Monday ("the second") Τρίτη - Tuesday ("the third") Τετάρτη - Wednesday ("the fourth") Πέμπτη - Thursday ("the fifth") Παρασκευή - Friday ("preparation") Σάββατο - Saturday ("Sabbath") Κυριακή - Sunday ("the Lord's")
Σάββατο is neuter and the rest of them are all feminine. Instead of the English "on Tuesday" or "on Saturday", Greek just uses the Accusative: την Τρίτη, το Σάββατο. "on Tuesdays" / "on Saturdays" uses the plural Accusative: τις Τρίτες, τα Σάββατα.
You may notice that the final -n of την may get dropped for Δευτέρα (τη Δευτέρα), just as the final -n of δεν, στην, τον, στον may get dropped when the next word starts with a non-plosive consonant (a consonant other than κ, π, τ, ξ, ψ or combinations including one of these letters, like ντ or τσ). This is an optional rule in the sense that many Greeks have stopped observing it, but you may get tested on it at school or when applying to work at a newspaper, so most of our sentences will observe this rule.
No new grammar here, just a bunch of extra words for family members.
Verbs in Modern Greek have two voices (Active Voice and Passive Voice) and 8 tenses.
These tenses are:
1) Ενεστώτας ( Present Simple and Present Continuous e.g. I play / I am playing),
2) Συνοπτικός Μέλλοντας (Future Simple e.g. I will play),
3) Εξακολουθητικός Μέλλοντας ( Future Continuous e.g. I will be playing)
4) Συντελεσμένος Μέλλοντας (Future Perfect e.g. I will have played
5) )Αόριστος (Past Simple e.g. I played),
6) Παρακείμενος ( Present Perfect e.g. I have played),
7) Υπερσυντέλικος (like Past Perfect e.g. I had played),
8)Παρατατικός (Past continuous e.g I was playing),
Ενεστώτας | Παρατατικός** | Μέλλοντας Στιγμιαίος |
---|---|---|
(εγώ) είμαι | (εγώ) ήμουν | (εγώ) θα είμαι |
(εσύ) είσαι | (εσύ) ήσουν | (εσύ) θα είσαι |
(αυτός/αυτή/αυτό) είναι | (αυτός/αυτή/αυτό) ήταν | (αυτός/αυτή/αυτό) θα είναι |
(εμείς) είμαστε | (εμείς) ήμασταν/ήμαστε | (εμείς) θα είμαστε |
(εσείς) είσαστε/είστε | (εσείς) ήσασταν/ήσαστε | (εσείς) θα είσαστε/είστε |
(αυτοί/αυτές/αυτά*) είναι | (αυτοί/αυτές/αυτά) ήταν | (αυτοί/αυτές/αυτά) θα είναι |
(Equal Matrix in English)
Present Simple | Past Continuous** | Future Simple |
---|---|---|
I am | I was | I will be |
You are | You were | You will be |
He/She/It is | He/She/It was | He/She/It will be |
We are | We were | We will be |
You are | You were | You will be |
They are | They were | They will be |
Ενεστώτας | Παρατατικός | Μέλλοντας Στιγμιαίος |
---|---|---|
(εγώ) έχω | (εγώ) είχα | (εγώ) θα έχω |
(εσύ) έχεις | (εσύ) είχες | (εσύ) θα έχεις |
(αυτός/αυτή/αυτό) έχει | (αυτός/αυτή/αυτό) είχε | (αυτός/αυτή/αυτό) θα έχει |
(εμείς) έχουμε | (εμείς) είχαμε | (εμείς) θα έχουμε |
(εσείς) έχετε | (εσείς) είχατε | (εσείς) θα έχετε |
(αυτοί/αυτές/αυτά*) έχουν/έχουνε | (αυτοί/αυτές/αυτά) είχαν/είχανε | (αυτοί/αυτές/αυτά) θα έχουν/έχουνε |
(Equal Matrix in English)
Present Simple | Past Continuous** | Future Simple |
---|---|---|
I have | I had | I will have |
You have | You had | You will have |
He/She/It is | He/She/It has | He/She/It will have |
We have | We had | We will have |
You have | You had | You will have |
They have | They had | They will have |
*Αυτοί for male pl., αυτές for feminine pl, and αυτά for neuter pl.
**Past Continuous and Simple are the same for the verbs είμαι and έχω. The same goes for Present Simple and Continuous.
Έχω (have) + παθητική μετοχή (past participle) -> Present Perfect Simple (Παρακείμενος)
Είχα (had) + παθητική μετοχή (past participle) -> Past Perfect Simple (Υπερσυντέλικος)
Θα έχω (will have) + παθητική μετοχή (past participle) -> Future Perfect Simple (Συντελεσμένος Μέλλοντας)
Present Continuous (same with Present Simple), Ενεστώτας: I am reading this book – Εγώ διαβάζω αυτό το βιβλίο (no auxiliary verb used.)
Past Continuous, Παρατατικός: I was reading this book – Εγώ διάβαζα αυτό το βιβλίο (no auxiliary verb used.)
Future Continuous, Εξακολουθητικός Μέλλοντας: I will be reading this book – Εγώ θα διαβάζω αυτό το βιβλίο (no auxiliary verb used.)
The verb have, as well as its progressive form having is in some cases used ‘idiomatically’ in English, instead of other verbs. Such cases include pregnancy, food, medical conditions that last for a few moments (i.e. heart attacks), mental states or personal experiences, hosting events with a future intent etc. In Greek, έχω is not used like so.
Exp. I am having/have lunch (instead of eating/eat) – Εγώ τρώω μεσημεριανό.
I am having a baby (instead of expecting) – Εγώ περιμένω μωρό/παιδί.
I am having/have fun – Εγώ διασκεδάζω.
He is having a stroke. – Αυτός παθαίνει εγκεφαλικό.
I am having a beer/drink – Εγώ πίνω μια μπύρα/ένα ποτό.
A few exceptions to this rule are:
I have/I'm having a headache. – Έχω πονοκέφαλο.
I'm having trouble with this. – Έχω πρόβλημα με αυτό.
!Having can only be used as a participle.
!Remember! Some Progressive tenses do not have directly equivalent tenses in greek.
Present Continuous – Ενεστώτας
Present Perfect Continuous – Ενεστώτας/Παρατατικός
Past Perfect Continuous – Παρατατικός
Future Perfect Continuous – Συνοπτικός Μέλλοντας
Greek cuisine is a Mediterranean cuisine, having common characteristics with the traditional cuisines of Italy, Turkey and the Balkans
Greek cuisine uses vegetables, olive oil, olives, wine, meat, fish, eggs and dairy products. Many food items are wrapped in Filo pastry such as η κοτόπιτα | ko-to-pee-ta (chicken pie), η σπανακοτυρόπιτα | spa-na-ko-tee-ro-pee-ta (spinach and cheese pie), η κρεατόπιτα | kre-a-to-pee-ta (meat pie) etc.
Some very popular Greek foods and salads are ο γύρος | yee-ros (slices of pork roasted on a spit and served with sauce and garnishes, such as tomato and onions on pita bread), το σουβλάκι | su-vla-kee (grilled small pieces of meat, usually pork, but also chicken, served on the skewer for eating out of hand, or served as a sandwich wrapped in pita bread together with tomatoes, onions, tzatziki and ketchup; It is also called το καλαμάκι | ka-la-ma-kee mainly in Athens), ο ντάκος | da-kos (Cretan salad consisting of a slice of bread or barley rusk / paximadi, topped with tomatoes and feta cheese), η φασολάδα | fa-so-la-da (bean soup) and ο μουσακάς - mu-sa-kas (meat and eggplant casserole, topped with a savory custard which is then browned in the oven).
Popular beverages are coffee, wine, beer and ouzo ( anise-flavoured aperitif that is widely consumed in Greece and Cyprus).
Greek word | Nearest pronunciation | English translation |
---|---|---|
το ψωμί | pso-mee | bread |
το τυρί | tee-ree | cheese |
η τομάτα / ντομάτα | to-ma-ta / do-ma-ta | tomato |
το αγγούρι | a-gu-ree | cucumber |
το κρεμμύδι | kre-mee-ðee | onion |
η σαλάτα | sa-la-ta | salad |
το φαγητό | fa-yee-to | food |
η σουβλάκι / καλαμάκι | su-vla-kee / ka-la-ma-kee | suvlaki |
ο γύρος | yee-ros | gyros |
το κουτάλι | ku-ta-lee | spoon |
το μαχαίρι | ma-he-ree | knife |
το πιρούνι | pee-ru-nee | fork |
πιάτο | pia-to | dish / plate |
καλή όρεξη | ka-lee o-re-ksee | bon appetit |
ένα ποτήρι ... | e-na po-tee-ree ... | a glass of ... |
το νερό | ne-ro | water |
το κρασί | kra-see | wine |
η μπίρα / μπύρα | bee-ra | beer |
το ούζο | u-zo | ouzo |
Στην υγειά σου / Στην υγειά μας | steen ee-yeeah su / steen ee-yeeah mas | Cheers |
For ð and ɣ, see pronunciation on http://www.internationalphoneticalphabet.org/ipa-sounds/ipa-chart-with-sounds/
While in English, the plural is formed by adding 's' to the singular, in Modern Greek, to form the plural of nouns we have to take into account the gender of the word and change the singular suffix accordingly. Here are some examples for each gender:
-ος becomes –οι, for example: ένας φίλος (one friend) becomes δύο φίλοι (two friends)
-ής becomes –ές, ένας μαθητής (one pupil) becomes δύο μαθητές (two pupils)
-ας becomes –ες, ένας αγώνας (one race) becomes δύο αγώνες (two races)
-ούς becomes –ούδες, ένας παππούς (one grandfather) becomes δύο παππούδες (two grandfathers)
-ές becomes –έδες, ένας καφές (one coffee) becomes δύο καφέδες (two coffees)
-η becomes –ες, for example: μία κόρη (one daughter) becomes δύο κόρες (two daughters)
α become –ες, μία χώρα (one country) becomes δύο χώρες (two countries)
-ος becomes –οι, μία οδός (one street) becomes δύο οδοί (two streets)
-ού becomes -ούδες, μία αλεπού (one fox) becomes δύο αλεπούδες (two foxes)
-ο becomes –α, ένα δώρο (one gift) becomes δύο δώρα (two gifts)
-ι becomes –ια, ένα παιδί (one child) becomes δύο παιδιά (two children)
-μα becomes –ματα, ένα σώμα (one body) becomes δύο σώματα (two bodies)
-ος becomes –η, ένα δάσος (one forest) becomes δύο δάση (two forests)
-ας becomes –ατα, ένα τέρας (one monster) becomes δύο τέρατα (two monsters)
Note that these rules only apply to the Nominative case of nouns. The other three cases (Genitive, Accusative and Vocative) have their own suffixes. Also, foreign words (such as σάντουιτς, χάμπουργκερ) are not declined ie they stay the same no matter their case.
For Modern Greek tenses and the conjugation of these two verbs see the notes in the 'Auxiliary Verbs' skill.https://incubator.duolingo.com/courses/el/en/editor/66ec9d611e21adc231449b799ae7aed1
Greek Present Tense does not differentiate between simple (a one-time action: >we drink water< = πίνουμε νερό) and a: continuous action: >we are drinking< = πίνουμε
Verbs in Greek do not need to be preceded by the Personal Pronoun:
εγώ, εσύ etc. (Similar to Portuguese and Spanish)
. The person is shown by THE ENDING AND THE CONTEXT: θέλω παγωτό >I want ice cream (of course you can use the Personal Pronoun to clarify or for emphasis if you wish αυτός θελει παγωτό > he* wants ice cream.
The INFINITIVE: we use the first person of the verb with nothing in front: δίνω* = to give
The use of the infinitive in sentences e.g. “He wants to go to the park.” will be seen in a later unit.
HOW TO FORM THE PRESENT TENSE: To the root form of the verb: e.g. from δίνω we use διν… and add the ending for that verb. So, for this type which is the most common you get:
Person | Greek | English |
---|---|---|
First person | (Εγώ) δίνω | I give |
Second person | (Εσύ) δίνεις | You give |
Third person | (Αυτός/αυτή/αυτό) δίνει | He/she/ it gives |
Person | Greek | English |
---|---|---|
First person | (Εμείς) δίνουμε | We give |
Second person | (Εσείς) δίνετε | You give |
Third person | (Αυτοί/αυτές/αυτά) δίνουν/δίνουνε | They give |
Note the two forms for YOU: δίνεις = you give >singular and δίνετε = you give plural and formal.
NEGATIVE FORMS: Negatives are formed by adding δεν before the main verb. Δεν πίνω καφέ. > I do not (don't) drink coffee.
QUESTIONS do not change their word order. They just receive the GREEK question mark which looks just like a semicolon “;” and change in intonation when spoken. The Greek question mark can be found on the Q when you are using a Greek keyboard.
CONTRACTING VERBS Συνηρημένα Ρήματα
There are some verbs that can be conjugated in multiple ways. Verbs ending in -αω fall into this category. (such as περπατάω-περπατώ, αγαπάω-αγαπώ, κολυμπάω-κολυμπώ)
They are conjugated as follows:
Person | Greek | English |
---|---|---|
First person | (Εγώ) αγαπάω/αγαπώ | I love |
Second person | (Εσύ) αγαπάς | You love |
Third person | (Αυτός/αυτή/αυτό) αγαπάει/αγαπά | He/she/ it loves |
Person | Greek | English |
---|---|---|
First person | (Εμείς) αγαπούμε/αγαπάμε | We love |
Second person | (Εσείς) αγαπάτε | You love |
Third person | (Αυτοί/αυτές/αυτά) αγαπούν/αγαπούνε/αγαπάν/αγαπάνε | They love |
Αποθετικά Ρήματα Active Verbs that use Passive Verb endings...
These verbs show action but have passive voice endings (such as κοιμάμαι=sleep, θυμάμαι=remember etc)
They are conjugated as follows:
Person | Greek | English |
---|---|---|
First person | (Εγώ) κοιμούμαι/κοιμάμαι | I sleep |
Second person | (Εσύ) κοιμάσαι | You sleep |
Third person | (Αυτός/αυτή/αυτό) κοιμάται | He/she/ it sleeps |
Person | Greek | English |
---|---|---|
First person | (Εμείς) κοιμούμαστε/κοιμόμαστε | We sleep |
Second person | (Εσείς) κοιμάστε/κοιμόσαστε | You sleep |
Third person | (Αυτοί/αυτές/αυτά) κοιμούνται/κοιμόνται | They sleep |
ΑΡΕΣΕΙ *I LIKE
Finally, NOTE THIS FORM THAT WILL APPEAR ODD FOR ENGLISH SPEAKERS.
It's similar to Spanish "te gusta", Italian "ti piace" and German "gefällt dir".
To say:
"I like the puppy." we say "Μου αρέσει το κουτάβι." Literally, this translates to "To me is liked the puppy." (WE DO NOT TRANSLATE IT THAT WAY! )
Actually, it simply means. "I like the puppy."
For other persons, you use the necessary pronoun (μου, σου, του, της, του, μας, σας, τους) ) ."αρέσει" does not change.
For example: μου αρέσει το κουτάβι I like the puppy σου αρέσει το κουτάβι you like the puppy του αρέσει το κουτάβι he likes the puppy της αρέσει το κουτάβι she likes the puppy του αρέσει το κουτάβι it likes the puppy μας αρέσει το κουτάβι we like the puppy σας αρέσει το κουτάβι you like the puppy (pl. + formal) τους αρέσει το κουτάβι they like the puppy
For the negative, we say "Δεν* μου αρέσει το κουτάβι." I don't like the puppy.
Greek word | Nearest pronunciation | English translation |
---|---|---|
σκύλος / σκυλί | skee-los / skee-lee | dog |
γάτα | ɣa-ta | cat |
ποντίκι | po-dee-kee | mouse |
μέλισσα | me-lee-sa | bee |
πεταλούδα | pe-ta-lu-ða | butterfly |
αρκούδα | ar-ku-ða | bear |
λύκος | lee-kos | wolf |
καμήλα | ka-mee-la | camel |
πουλί | pu-lee | bird |
αετός | a-e-tos | eagle |
γεράκι | ye-ra-kee | hawk |
δελφίνι | ðe-lfee-nee | dolphin |
φάλαινα | fa-le-na | whale |
καρχαρίας | kar-ha-ree-as | shark |
άλογο | a-lo-ɣo | horse |
ελέφαντας | e-le-fa-das | elephant |
χελώνα | he-lo-na | turtle |
πάπια | pa-pia | duck |
καβούρι | ka-voo-ree | crab |
αράχνη | a-ra-chni | spider |
πελεκάνος | pe-le-ka-nos | pelican |
κουτάβι | koo-ta-vee | puppy |
καμηλοπάρδαλη | ka-mi-lo-par-ða-li | giraffe |
κότα | ko-ta | hen |
χάμστερ | ham-ster | hamster |
πίθηκος | pee-thee-kos | ape/monkey |
αλεπού | a-le-pu | fox |
λιοντάρι | lio-da-ree | lion |
τίγρης | tee-ɣris | tiger |
λαγός | la-ɣos | hare |
For ð and ɣ, see pronunciation on http://www.internationalphoneticalphabet.org/ipa-sounds/ipa-chart-with-sounds/
Verbs in Modern Greek have two voices (Active Voice and Passive Voice) and 8 tenses.
These tenses are:
1) Ενεστώτας ( Present Simple and Present Continuous e.g. I play / I am playing),
2) Συνοπτικός Μέλλοντας (Future Simple e.g. I will play),
3) Εξακολουθητικός Μέλλοντας ( Future Continuous e.g. I will be playing)
4) Συντελεσμένος Μέλλοντας (Future Perfect e.g. I will have played
5) )Αόριστος (Past Simple e.g. I played),
6) Παρακείμενος ( Present Perfect e.g. I have played),
7) Υπερσυντέλικος (like Past Perfect e.g. I had played),
8)Παρατατικός (Past continuous e.g I was playing),
Ενεστώτας | Παρατατικός** | Μέλλοντας Στιγμιαίος |
---|---|---|
(εγώ) είμαι | (εγώ) ήμουν | (εγώ) θα είμαι |
(εσύ) είσαι | (εσύ) ήσουν | (εσύ) θα είσαι |
(αυτός/αυτή/αυτό) είναι | (αυτός/αυτή/αυτό) ήταν | (αυτός/αυτή/αυτό) θα είναι |
(εμείς) είμαστε | (εμείς) ήμασταν/ήμαστε | (εμείς) θα είμαστε |
(εσείς) είσαστε/είστε | (εσείς) ήσασταν/ήσαστε | (εσείς) θα είσαστε/είστε |
(αυτοί/αυτές/αυτά*) είναι | (αυτοί/αυτές/αυτά) ήταν | (αυτοί/αυτές/αυτά) θα είναι |
(Equal Matrix in English)
Present Simple | Past Continuous** | Future Simple |
---|---|---|
I am | I was | I will be |
You are | You were | You will be |
He/She/It is | He/She/It was | He/She/It will be |
We are | We were | We will be |
You are | You were | You will be |
They are | They were | They will be |
Ενεστώτας | Παρατατικός | Μέλλοντας Στιγμιαίος |
---|---|---|
(εγώ) έχω | (εγώ) είχα | (εγώ) θα έχω |
(εσύ) έχεις | (εσύ) είχες | (εσύ) θα έχεις |
(αυτός/αυτή/αυτό) έχει | (αυτός/αυτή/αυτό) είχε | (αυτός/αυτή/αυτό) θα έχει |
(εμείς) έχουμε | (εμείς) είχαμε | (εμείς) θα έχουμε |
(εσείς) έχετε | (εσείς) είχατε | (εσείς) θα έχετε |
(αυτοί/αυτές/αυτά*) έχουν/έχουνε | (αυτοί/αυτές/αυτά) είχαν/είχανε | (αυτοί/αυτές/αυτά) θα έχουν/έχουνε |
(Equal Matrix in English)
Present Simple | Past ** | Future Simple |
---|---|---|
I have | I had | I will have |
You have | You had | You will have |
He/She/It is | He/She/It had | He/She/It will have |
We have | We had | We will have |
You have | You had | You will have |
They have | They had | They will have |
*Αυτοί for male pl., αυτές for feminine pl, and αυτά for neuter pl.
**Past Continuous and Simple are the same for the verbs είμαι and έχω. The same goes for Present Simple and Continuous.
Έχω (have) + παθητική μετοχή (past participle) -> Present Perfect Simple (Παρακείμενος)
Είχα (had) + παθητική μετοχή (past participle) -> Past Perfect Simple (Υπερσυντέλικος)
Θα έχω (will have) + παθητική μετοχή (past participle) -> Future Perfect Simple (Συντελεσμένος Μέλλοντας)
Present Continuous (same with Present Simple), Ενεστώτας: I am reading this book – Εγώ διαβάζω αυτό το βιβλίο (no auxiliary verb used.)
Past Continuous, Παρατατικός: I was reading this book – Εγώ διάβαζα αυτό το βιβλίο (no auxiliary verb used.)
Future Continuous, Εξακολουθητικός Μέλλοντας: I will be reading this book – Εγώ θα διαβάζω αυτό το βιβλίο (no auxiliary verb used.)
The verb have, as well as its progressive form having is in some cases used ‘idiomatically’ in English, instead of other verbs. Such cases include pregnancy, food, medical conditions that last for a few moments (i.e. heart attacks), mental states or personal experiences, hosting events with a future intent etc. In Greek, έχω is not used in that way.
Exp. I am having/have lunch (instead of eating/eat) – Εγώ τρώω μεσημεριανό.
I am having a baby (instead of expecting) – Εγώ περιμένω μωρό/παιδί.
I am having/have fun – Εγώ διασκεδάζω.
He is having a stroke. – Αυτός παθαίνει εγκεφαλικό.
I am having a beer/drink – Εγώ πίνω μια μπύρα/ένα ποτό.
A few exceptions to this rule are:
I have/I'm having a headache. – Έχω πονοκέφαλο.
I'm having trouble with this. – Έχω πρόβλημα με αυτό.
!Having can only be used as a participle.
!Remember! Some Progressive tenses do not have directly equivalent tenses in greek.
Present Continuous – Ενεστώτας
Present Perfect Continuous – Ενεστώτας/Παρατατικός
Past Perfect Continuous – Παρατατικός
Future Perfect Continuous – Συνοπτικός Μέλλοντας
While in English, the plural is formed by adding 's' to the singular, in Modern Greek, to form the plural of nouns we have to take into account the gender of the word and change the singular suffix accordingly. Here are some examples for each gender:
-ος becomes –οι, for example: ένας φίλος (one friend) becomes δύο φίλοι (two friends)
-ής becomes –ές, ένας μαθητής (one pupil) becomes δύο μαθητές (two pupils)
-ας becomes –ες, ένας αγώνας (one race) becomes δύο αγώνες (two races)
-ούς becomes –ούδες, ένας παππούς (one grandfather) becomes δύο παππούδες (two grandfathers)
-ές becomes –έδες, ένας καφές (one coffee) becomes δύο καφέδες (two coffees)
-η becomes –ες, for example: μία κόρη (one daughter) becomes δύο κόρες (two daughters)
α become –ες, μία χώρα (one country) becomes δύο χώρες (two countries)
-ος becomes –οι, μία οδός (one street) becomes δύο οδοί (two streets)
-ού becomes -ούδες, μία αλεπού (one fox) becomes δύο αλεπούδες (two foxes)
-ο becomes –α, ένα δώρο (one gift) becomes δύο δώρα (two gifts)
-ι becomes –ια, ένα παιδί (one child) becomes δύο παιδιά (two children)
-μα becomes –ματα, ένα σώμα (one body) becomes δύο σώματα (two bodies)
-ος becomes –η, ένα δάσος (one forest) becomes δύο δάση (two forests)
-ας becomes –ατα, ένα τέρας (one monster) becomes δύο τέρατα (two monsters)
Note that these rules only apply to the Nominative case of nouns. The other three cases (Genitive, Accusative and Vocative) have their own suffixes. Also, foreign words (such as σάντουιτς, χάμπουργκερ) are not declined ie they stay the same no matter their case.
Greek word | Nearest pronunciation | English translation |
---|---|---|
καπέλο | ka-pe-lo | hat |
κασκόλ | ka-skol | scarf |
σκούφος | sku-fos | skull cap |
μπλούζα | blu-za | blouse |
πουκάμισο | pu-ka-mee-so | shirt |
ζακέτα | za-ke-ta | jacket / sweater |
φανέλα | fa-ne-la | jersey |
παντελόνι | pa-de-lo-nee | trousers / pants |
τζιν | jeen | jeans |
παπούτσι / παπούτσια | pa-pu-tsee / pa-pu-tseea | shoe / shoes |
κάλτσα / κάλτσες | kal-tsa / kal-tses | sock / socks |
γάντι / γάντια | ɣa-dee / ɣa-deea | glove / gloves |
For ð and ɣ, see pronunciation on http://www.internationalphoneticalphabet.org/ipa-sounds/ipa-chart-with-sounds/
We only use...αρέσει singular and αρέσουν plural
To say: I like the puppy. we say:
"Μου αρέσει το κουτάβι."
This technically translates as: *To me is liked the puppy."/ "The puppy is liked by me." which translates to
"I like the puppy."
For other persons, you simply use the necessary pronoun (σου, του, της, etc) . "αρέσει" does not change.
English Questions | Greek Questions |
---|---|
questions | ερωτήσεις |
what | τι |
when | πότε |
where | πού |
why | γιατί |
how | πώς |
who (m/f/n) (sing.) | ποιος/α/ο |
who (m/f/n) (pl.) | ποιοι/ες/α |
which (m/f/n) (sing.) | ποιος/α/ο (από) |
which (m/f/n) (pl.) | ποιοι/ες/α (από) |
whose | ποιανού, ποιανής, ποιανού |
how much (m/f/n) | πόσος/πόση/πόσο |
how much | πόσο (adv.) |
how many (m/f/n) | πόσοι/ες/α |
Word order does not necessarily change in declarative or interrogative sentences (statements or questions). The Greek question mark looks like an English semicolon. ;=?
On the Greek keyboard it is found on Q
Statement: "Το κορίτσι τρώει την σοκολάτα." The girl eats the chocolate.
Question: "Το κορίτσι τρώει την σοκολάτα;" Does the girl eat the chocolate?
NOTE
In English we say: "What is your address" but in Greek "Ποια είναι η διεύθυνσή σου=which is your address?".
In Greek "τι=what" is used for asking about the characteristics of something or with the meaning of "what kind...?".
So, Τι γάτα είναι;=What kind of cat is it? Τι άνθρωπος είναι;=What kind of man is he?
Τι δουλειά κάνεις;=What kind of job do you do?=What is your job?
BUT
Ποια είναι η δουλειά σου;=What is your job?
Verbs in Modern Greek have two voices (Active Voice and Passive Voice) and 8 tenses. These tenses are:
1) Ενεστώτας ( Present Simple and Present Continuous e.g. I play / I am playing),
2) Συνοπτικός Μέλλοντας (Future Simple e.g. I will play),
3) Εξακολουθητικός Μέλλοντας ( Future Continuous e.g. I will be playing)
4) Συντελεσμένος Μέλλοντας (Future Perfect e.g. I will have played
5) )Αόριστος (Past Simple e.g. I played),
6) Παρακείμενος ( Present Perfect e.g. I have played),
7) Υπερσυντέλικος (like Past Perfect e.g. I had played),
8)Παρατατικός (Past continuous e.g I was playing),
Ενεστώτας | Παρατατικός** | Μέλλοντας Στιγμιαίος |
---|---|---|
(εγώ) είμαι | (εγώ) ήμουν | (εγώ) θα είμαι |
(εσύ) είσαι | (εσύ) ήσουν | (εσύ) θα είσαι |
(αυτός/αυτή/αυτό) είναι | (αυτός/αυτή/αυτό) ήταν | (αυτός/αυτή/αυτό) θα είναι |
(εμείς) είμαστε | (εμείς) ήμασταν/ήμαστε | (εμείς) θα είμαστε |
(εσείς) είσαστε/είστε | (εσείς) ήσασταν/ήσαστε | (εσείς) θα είσαστε/είστε |
(αυτοί/αυτές/αυτά*) είναι | (αυτοί/αυτές/αυτά) ήταν | (αυτοί/αυτές/αυτά) θα είναι |
(Equal Matrix in English) |
Present Simple | Past Continuous** | Future Simple |
---|---|---|
I am | I was | I will be |
You are | You were | You will be |
He/She/It is | He/She/It was | He/She/It will be |
We are | We were | We will be |
You are | You were | You will be |
They are | They were | They will be |
Ενεστώτας | Παρατατικός | Μέλλοντας Στιγμιαίος |
---|---|---|
(εγώ) έχω | (εγώ) είχα | (εγώ) θα έχω |
(εσύ) έχεις | (εσύ) είχες | (εσύ) θα έχεις |
(αυτός/αυτή/αυτό) έχει | (αυτός/αυτή/αυτό) είχε | (αυτός/αυτή/αυτό) θα έχει |
(εμείς) έχουμε | (εμείς) είχαμε | (εμείς) θα έχουμε |
(εσείς) έχετε | (εσείς) είχατε | (εσείς) θα έχετε |
(αυτοί/αυτές/αυτά*) έχουν/έχουνε | (αυτοί/αυτές/αυτά) είχαν/είχανε | (αυτοί/αυτές/αυτά) θα έχουν/έχουνε |
(Equal Matrix in English) |
Present Simple | Past Continuous** | Future Simple |
---|---|---|
I have | I had | I will have |
You have | You had | You will have |
He/She/It is | He/She/It has | He/She/It will have |
We have | We had | We will have |
You have | You had | You will have |
They have | They had | They will have |
*Αυτοί for male pl., αυτές for feminine pl, and αυτά for neuter pl.
**Past Continuous and Simple are the same for the verbs είμαι and έχω. The same goes for Present Simple and Continuous.
Έχω (have) + παθητική μετοχή (past participle) -> Present Perfect Simple (Παρακείμενος)
Είχα (had) + παθητική μετοχή (past participle) -> Past Perfect Simple (Υπερσυντέλικος)
Θα έχω (will have) + παθητική μετοχή (past participle) -> Future Perfect Simple (Συντελεσμένος Μέλλοντας)
Present Continuous (same with Present Simple), Ενεστώτας: I am reading this book – Εγώ διαβάζω αυτό το βιβλίο (no auxiliary verb used.)
Past Continuous, Παρατατικός: I was reading this book – Εγώ διάβαζα αυτό το βιβλίο (no auxiliary verb used.)
Future Continuous, Εξακολουθητικός Μέλλοντας: I will be reading this book – Εγώ θα διαβάζω αυτό το βιβλίο (no auxiliary verb used.)
The verb have, as well as its progressive form having is in some cases used ‘idiomatically’ in English, instead of other verbs. Such cases include pregnancy, food, medical conditions that last for a few moments (i.e. heart attacks), mental states or personal experiences, hosting events with a future intent etc. In Greek, έχω is not used like so.
Exp. I am having/have lunch (instead of eating/eat) – Εγώ τρώω μεσημεριανό.
I am having a baby (instead of expecting) – Εγώ περιμένω μωρό/παιδί.
I am having/have fun – Εγώ διασκεδάζω.
He is having a stroke. – Αυτός παθαίνει εγκεφαλικό.
I am having a beer/drink – Εγώ πίνω μια μπύρα/ένα ποτό.
A few exceptions to this rule are:
I have a headache. – Έχω πονοκέφαλο.
I'm having trouble with this. – Έχω πρόβλημα με αυτό.
!Having can only be used as a participle.
!Remember! Some Progressive tenses do not have directly equivalent tenses in greek.
Present Continuous – Ενεστώτας
Present Perfect Continuous – Ενεστώτας/Παρατατικός
Past Perfect Continuous – Παρατατικός
Future Perfect Continuous – Συνοπτικός Μέλλοντας
ΑΡΕΣΕΙ = NOTE THIS FORM THAT WILL APPEAR UNUSUAL FOR ENGLISH SPEAKERS.
HOW TO SAY "I LIKE" etc
We only use...αρέσει singular and αρέσουν plural
To say: I like the puppy. we will say: "Μου αρέσει το κουτάβι This technically translates to "The puppy is liked by me,"
It simply means. "I like the puppy." For other persons, you use the necessary pronoun (σου, του, της, etc) . "αρέσει/αρέσουν" does not change.
""Τα παιδιά τους αρέσουν οι κωμωδίες στην τηλεόραση."" "The children like comedies on television." Another example: "Ο καφές σού αρέσει;" "Do you like coffee?" notice the accent on *σού. not "o καφές σου" = your coffee
In sentences with two objects, like "I give the juice to a friend", both objects will use the Accusative, and "to" will be translated as σε. If the next word is a form of the Greek "the", σε will combine with it, yielding στο, στην, στον and other forms that you've seen or will see. There is nothing to fear because they are just σ+article.
Some examples:
Δίνω τον χυμό σε έναν φίλο = I give the juice to a friend.
Δίνω τη σαλάτα στη γυναίκα μου. = I give the salad to my wife.
Δε δίνω τη σοκολάτα στους αδέλφους μου. = I don't give the chocolate to my brothers.
Two things to note about the Accusative:
1. The article changes. As you've already seen in the "A Walk" skill, ο becomes τον, η becomes τη(ν) and ένας becomes έναν. Meanwhile, το, μια and ένα don't change. In the plural, οι άντρες becomes τους άντρες, while οι γυναίκες becomes τις γυναίκες (τα βιβλία doesn't change).
2. In a few cases, also the noun changes. Namely, masculine words lose the final -s, like φίλος -> φίλο in the example. In plural, masculine words that end in -οι like γιατροί will get the same -ους ending as the article:
οι γιατροί -> τους γιατρούς.
For Modern Greek tenses and the conjugation of these two verbs see the notes in the 'Auxiliary Verbs' skill.https://incubator.duolingo.com/courses/el/en/editor/66ec9d611e21adc231449b799ae7aed1
Greek Present Tense does not differentiate between simple (a one-time action: we drink water = πίνουμε νερό) and a: continuous action: we are drinking = πίνουμε
Verbs in Greek do not need to be preceded by the Personal Pronoun: εγώ, εσύ etc. (Similar to Portuguese and Spanish). The person is shown by the ending an the context: θέλω παγωτό >I want ice cream (of course you can use the Personal Pronoun to clarify or for emphasis if you wish αυτός θελει παγωτό > he* wants ice cream.
The INFINITIVE: we use the first person of the verb with nothing in front: δίνω* = to give
The use of the infinitive in sentences e.g. “He wants to go to the park.” will be seen in a later unit.
HOW TO FORM THE PRESENT TENSE: To the root form of the verb: e.g. from δίνω we use διν… and add the ending for that verb. So, for this type which is the most common you get:
Person | Greek | English |
---|---|---|
First person | (Εγώ) δίνω | I give |
Second person | (Εσύ) δίνεις | You give |
Third person | (Αυτός/αυτή/αυτό) δίνει | He/she/ it gives |
Person | Greek | English |
---|---|---|
First person | (Εμείς) δίνουμε | We give |
Second person | (Εσείς) δίνετε | You give |
Third person | (Αυτοί/αυτές/αυτά) δίνουν/δίνουνε | They give |
Note the two forms for YOU: δίνεις = you give >singular and δίνετε = you give plural and formal.
ΑΡΕΣΕΙ
Finally, note this form that will appear unusual for English speakers.
We only use...αρέσει singular and αρέσουν plural
To say: I like the puppy. we will say: "Μου αρέσει το κουτάβι This technically translates to: "The puppy is liked by me," Actually it simply means. "I like the puppy." For other persons, you simply use the necessary pronoun (σου, του, της, etc) . "αρέσει" does not change.
NEGATIVE FORMS: Negatives are formed by adding δεν before the main verb. Δεν πίνω καφέ. > I do not (don't) drink coffee.
QUESTIONS do not change their word order. They just receive the GREEK question mark which looks just like a semicolon “;” and change in intonation when spoken. The Greek question mark can be found on the Q when you are using a Greek keyboard.
CONTRACTING VERBS Συνηρημένα Ρήματα
There are some verbs that can be conjugated in multiple ways. Verbs ending in -αω fall in this category. (such as περπατάω-περπατώ, αγαπάω-αγαπώ, κολυμπάω-κολυμπώ)
They are conjugated as follows:
Person | Greek | English |
---|---|---|
First person | (Εγώ) αγαπάω/αγαπώ | I love |
Second person | (Εσύ) αγαπάς | You love |
Third person | (Αυτός/αυτή/αυτό) αγαπάει/αγαπά | He/she/ it loves |
Person | Greek | English |
---|---|---|
First person | (Εμείς) αγαπούμε/αγαπάμε | We love |
Second person | (Εσείς) αγαπάτε | You love |
Third person | (Αυτοί/αυτές/αυτά) αγαπούν/αγαπούνε/αγαπάν/αγαπάνε | They love |
Αποθετικά Ρήματα Active Verbs that use Passive Verb endings...
These verbs show action but have passive voice endings (such as κοιμάμαι=sleep, θυμάμαι=remember etc)
They are conjugated as follows:
Person | Greek | English |
---|---|---|
First person | (Εγώ) κοιμούμαι/κοιμάμαι | I sleep |
Second person | (Εσύ) κοιμάσαι | You sleep |
Third person | (Αυτός/αυτή/αυτό) κοιμάται | He/she/ it sleeps |
Person | Greek | English |
---|---|---|
First person | (Εμείς) κοιμούμαστε/κοιμόμαστε | We sleep |
Second person | (Εσείς) κοιμάστε/κοιμόσαστε | You sleep |
Third person | (Αυτοί/αυτές/αυτά) κοιμούνται/κοιμόνται | They sleep |
Colors are adjectives so in most cases the must agree with the noun in number, case and gender. Τα πράσινα καπέλα. The green hats. (Neuter, plural)
Some colors are invariable, as they are non-Greek words. which means they do not change but remain the same for all cases, numbers and genders.
Greek | English | Greek | English |
---|---|---|---|
Μπλε | Blue | Ροζ | Pink |
Μωβ | Mauve | Μπορντό | Bordeaux |
Εκρού | Ecru | Γκρι | Grey |
Τιρκουάζ | Turquoise | Χακί | Khaki |
Καφέ | Brown | Φουξ/Φούξια | Fuchsia |
Σομόν | Salmon | Λιλά | Lilac |
Πετρόλ | Petrol | Μπεζ | Beige |
Exp. Δύο ροζ κάλτσες – Two pink socks.
Ο μπλε ουρανός – The blue sky
The other adjectives end in:
–ος (masc.) –η (fem.) –ο (neuter)
Exp. Κόκκινος, κόκκινη, κόκκινο (red)
Μαύρος, μαύρη, μαύρο (black)
Πορφυρός, πορφυρή, πορφυρό (royal purple)
Ρόδινος, ρόδινη, ρόδινο (pink)
–ος (masc.) –α (fem.) –ο (neuter)
Exp. Γκρίζος, γκρίζα, γκρίζο (grey)
Ερυθρός, ερυθρά/ερυθρή, ερυθρό (red)
Γαλάζιος, γαλάζια, γαλάζιο (light blue)
–ής (masc.) –ιά (fem.) –ί (neuter)
Exp. Πορτοκαλής, πορτοκαλιά, πορτοκαλί (orange)
Καφετής, καφετιά, καφετί (brown)
Ασημής, ασημιά, ασημί (silver)
!Remember! All colors ending in -ί in the neuter form have both conjugated and invariable forms. For instance, while πορτοκαλί is not necessarily invariable, it is commonly used as πορτοκαλί, in all gender forms.
Exp. Η πορτοκαλί/πορτοκαλιά φούστα – The orange skirt.
There are colors in Greek that are not quite textbook, but are commonly seen in texts and heard in everyday speech.
Greek | English | Greek | English |
---|---|---|---|
Κανελί | Cinnamon red | Σμαραγδί | Jade green |
Κεραμιδί | Brick red | Λαδί | Olive green |
Βυσσινί | Crimson red | Φυστικί | Pistachio green |
Καρπουζί | Watermelon red | Λαχανί | Cabbage green |
Κοραλί | Coral Pink | Λεμονί | Lemon yellow |
Τριανταφυλλί | Rose Pink | Καναρινί | Canary yellow |
Κουφετί | Candy pink | Μουσταρδί | Mustard yellow |
Δαμασκηνί | Plum purple | Ροδακινί | Peach Orange |
Bιολετί | Violet purple | Μελί | Honey brown |
Μελιτζανί | Eggplant purple | Καστανό | (Chestnut) brown |
Ηλεκτρίκ | Electric blue | Σοκολατί | Chocolate Brown |
Θαλασσί | Sea/Ocean blue | Σταχτί | (Ash) grey |
Γαλαζοπράσινο | Aquamarine | Ποντικί | Mouse grey |
Ουρανί | Sky blue | Πλατινέ | Platinum White |
Σκούρος, σκούρη, σκούρο (+ color) – dark
Or Σκουρόχρωμος,-η,-ο – dark colored
Ανοιχτός, ανοιχτή, ανοιχτό (+color) –light, pale
Or Ανοιχτόχρωμος,-η,-ο – light colored
Colors have the same gender, case and number as the noun they define. Usually, they are placed before it:
Έχω ένα άσπρο κουνέλι. - I have a white rabbit.
They can be put after the noun:
Έχεις άσπρο κουνέλι ή μαύρο; - Do you have a black rabbit or a white rabbit?
If they define a specific noun they are always placed before it:
Βλέπεις το άσπρο κουνέλι; - Do you see the white rabbit?
Note this form which causes confusion.
Οι τοίχοι έχουν πράσινο χρώμα. - Lit: The walls have green color.
is the same as Οι τοίχοι είναι πράσινοι. - The walls are green.
They are used to identify and indicate specific objects or people.
Case | Sing. Masc. | Sing. Fem. | Sing. Neut | Pl. Masc. | Pl. Fem. | Pl. Neut. |
---|---|---|---|---|---|---|
Nom | αυτός (o) | αυτή (η) | αυτό (το) | αυτοί (οι) | αυτές (οι) | αυτά (τα) |
Gen | αυτού (του) | αυτής (της) | αυτού (του) | αυτών (των) | αυτών (των) | αυτών (των) |
Acc | αυτόν (τον) | αυτή (ν) (την) | αυτό (το) | αυτούς (τους) | αυτές (τις) | αυτά (τα) |
Case | Sing. Masc. | Sing. Fem. | Sing. Neut | Pl. Masc. | Pl. Fem. | Pl. Neut. |
---|---|---|---|---|---|---|
Nom | εκείνος (ο) | εκείνη (η) | εκείνο (το) | εκείνοι (οι) | εκείνες (οι) | εκείνα (τα) |
Gen | εκείνου (του) | εκείνης (της) | εκείνου (του) | εκείνων (των) | εκείνων (των) | εκείνων (των) |
Acc | εκείνον (τον) | εκείνη (την) | εκείνο (το) | εκείνους (τους) | εκείνες (τις) | εκείνα (τα) |
The main difference between demonstrative adjectives and demonstrative pronouns is that demonstrative adjectives modify a noun whereas demonstrative pronouns replace a noun.
Αυτή η γυναίκα είναι η μητέρα μου. - This woman is my mother.
Εκείνο το σπίτι είναι δικό μας. - That house is ours.
Πάρε αυτό το παλτό. - Take this coat.
Αυτή είναι η μητέρα μου. - This (or She) is my mother.
Εκείνο είναι το σπίτι μας! - That (or It) is our house!
Πάρε αυτό. - Take this/that.
Personal pronouns are also declined.
The nominative case of the pronouns is used for the subject of the sentence,
the genitive case for the indirect object (the weak form only) or to show possession (the strong form of the third person only),
the accusative for the direct object or for the indirect object (σε+strong form only).
Genitive and accusative cases also have weak forms, whose usage is described below.
Case | First Person (Strong/Weak form) | Second Person (Strong/Weak form) | Third Person (Strong/Weak form) |
---|---|---|---|
Singular Nominative (Subject) | Εγώ/- | Εσύ/- | Αυτός/-, αυτή/-, αυτό/- |
Singular Genitive | Εμένα/μου | Εσένα/σου | Αυτού/του, αυτής/της, αυτού/του |
Singular Accusative | Εμένα/με | Εσένα/σε | Αυτόν/τον, αυτήν/την, αυτό/το |
Plural Nominative (Subject) | Εμείς/- | Εσείς/- | Αυτοί/-, αυτές/-, αυτά/- |
Plural Genitive | Εμάς/μας | Εσάς/σας | Αυτών/τους αυτών/τους αυτών/τους |
Plural Accusative | Εμάς/μας | Εσάς/σας | Αυτούς/τους αυτές/τις(τες) αυτά/τα |
For the indirect object we use: verb+σε+strong accusative form or weak genitive form+verb.
So: Δίνει σε εμένα (more emphatic)=Μου δίνει=he gives me /he gives to me.
For the direct object (accusative case) it's
Verb+strong form or weak form+verb.
So Με αγαπάει=Αγαπάει εμένα (more emphatic)=He loves me.
If you want to use weak forms for both direct and indirect object in a sentence, the indirect comes before the direct and then the verb.
So: Μου το δίνει=He gives it to me.
Genitive Possession usage of the strong form
We have already learned the possessives (μου, σου, του, μας, σας, τους). When we want to be emphatic and demonstrative about the possession of some object, we can use the genitive strong from of the pronoun.
For example:
Το βιβλίο του=His book.
Το βιβλίο αυτού=This one's book.
Το βιβλίο του άντρα=The man's book.
Το βιβλίο αυτού του άντρα=This man's book.
The difference between strong and weak forms:
Τους διαβάζεις ένα βιβλίο=You read them a book.
Διαβάζεις ένα βιβλίο σε αυτούς=You read a book to them.
Also, strong forms are usually emphatic.
Weak genitive forms look exactly like the possessive pronouns. In order to differentiate them, when in doubt, we use the weak genitive form with an accent mark (μού,σού,τού,τής,μάς,σάς,τούς).
So,Το παιδί μου δίνει την μπάλα. My child gives the ball.
Το παιδί μού δίνει την μπάλα. =The child gives me the ball. (or The child gives the ball to me.) Note accent on μού
Το παιδί μου μού δίνει την μπάλα. = My child gives me the ball.. (or My child gives the ball to me.)
BUT in Μου δίνει=He/She/It gives to me, the μου is not accented because there is no room for confusion with the possessive pronoun.
What English expresses using possessives or the preposition "of," Greek expresses using the GENITIVE CASE.
For example:
του σκύλου of the dog (genitive form)
των σκύλων of the dogs (genitive form)
Example:
το πόδι του σκύλου=the dog's foot (literally, the foot of the dog)
The genitive plural is easy because it's always formed with -ων, and the article is always των.
Example:
τα πόδια των σκύλων the dogs' feet
τα πόδια των γυναικών the womens' feet
τα πόδια των παιδιών the kids' feet
We use: του or της depending on the grammatical gender of the noun. See some examples below.
The genitive singular is formed according to a greater variety of patterns, of which the most important are :
ο άνδρας-του άνδρα the man's/of the man
ο σκύλος-του σκύλου the dog's /of the dog
ο στρατιώτης-του στρατιώτη the soldier's/of the soldier
η γυναίκα-της γυναίκας the woman's/of the woman
η αράχνη- της αράχνης the spider / of the spider
το κορίτσι- του κοριτσιού the girl / of the girl
το βιβλίο-του βιβλίου the book / of the book
το γεύμα-του γεύματος the meal/ of the meal
For a more in-depth view of Present Tense see the Tips & Notes in Present 1.
HOW TO FORM THE PRESENT TENSE: To the root form of the verb: e.g. from δίνω we use διν… and add the ending for that verb. So, for this type which is the most common you get:
Person | Greek | English |
---|---|---|
First person | (Εγώ) δίνω | I give |
Second person | (Εσύ) δίνεις | You give |
Third person | (Αυτός/αυτή/αυτό) δίνει | He/she/ it gives |
Person | Greek | English |
---|---|---|
First person | (Εμείς) δίνουμε | We give |
Second person | (Εσείς) δίνετε | You give |
Third person | (Αυτοί/αυτές/αυτά) δίνουν/δίνουνε | They give |
Note the two forms for YOU: δίνεις = you give >singular and δίνετε = you give plural and formal.
ΑΡΕΣΕΙ
Finally, note this form that might appear odd for English speakers.
Μου αρέσει το κουτάβι. = I like the puppy.
This technically translates to "The puppy is liked by me," Actually it simply means "I like the puppy." For other persons, you simply use the necessary pronoun (σου, του, της, etc). "αρέσει" does not change.
For example,
Μου αρέσει το κουτάβι. I like the puppy.
Σου αρέσει το κουτάβι. Υou like the puppy.
Του αρέσει το κουτάβι. He likes the puppy.
Της αρέσει το κουτάβι. She likes the puppy.
Tου αρέσει το κουτάβι. It likes the puppy.
Μας αρέσει το κουτάβι. We like the puppy.
Σας αρέσει το κουτάβι. You like the puppy (pl. + formal).
Τους αρέσει το κουτάβι. Τhey like the puppy
For the negative, we say "Δεν μου αρέσει το κουτάβι." I don't like the puppy.
Greek word | Nearest pronunciation | English translation |
---|---|---|
από | a-po | from |
σε | se | to |
ανάμεσα | a-na-me-sa | between |
δίπλα | ðee-pla | next to |
για | ɣeea | for |
σαν | san | like |
να | na | to |
πριν | prin | before |
μετά | me-ta | after |
πάνω | pa-no | on / above |
κάτω | ka-to | down / below |
εντός / μέσα | en-dos / me-sa | in |
εκτός / έξω | e-ktos / e-kso | out |
κοντά | ko-da | near |
εναντίον | e-na-dee-on | against |
For ð and ɣ, see pronunciation on http://www.internationalphoneticalphabet.org/ipa-sounds/ipa-chart-with-sounds/
Disclaimer: Numerals are not accepted as translations for the numbers in this skill. The word must be fully written, for teaching purposes.
Numbers | Greek |
---|---|
0 | Μηδέν |
1 | Ένα |
2 | Δύο |
3 | Τρία] (but "τρεις η ώρα 3 o'clock etc) |
4 | Τέσσερα |
5 | Πέντε |
6 | Έξι |
7 | Εφτά |
8 | Οχτώ |
9 | Εννιά |
10 | Δέκα |
11 | Έντεκα |
12 | Δώδεκα |
13 | Δεκατρία |
14 | Δεκατέσσερα |
15 | Δεκαπέντε |
16 | Δεκαέξι |
17 | Δεκαεφτά |
18 | Δεκαοχτώ |
19 | Δεκαεννιά |
20 | Είκοσι |
30 | Τριάντα |
40 | Σαράντα |
50 | Πενήντα |
60 | Εξήντα |
70 | Εβδομήντα |
80 | Ογδόντα |
90 | Ενενήντα |
100 | Εκατό |
200 | Διακόσια |
300 | Τριακόσια |
400 | Τετρακόσια |
500 | Πεντακόσια |
600 | Εξακόσια |
700 | Εφτακόσια |
800 | Οχτακόσια |
900 | Εννιακόσια |
1000 | Χίλια |
1000000 | Ένα εκατομμύριο |
1000000000 | Ένα δισεκατομμύριο |
Αποθετικά Ρήματα
Adjectives follow gender distinction: masculine, feminine, neuter. They decline as nouns and can be divided into groups according to the endings of the nominative singular.
Adjectives belonging to a certain group decline the same way.
Adjectives have to agree with the noun’s number, gender and case.
Note:
Proparoxytone -> Accented on the third syllable from the end
Paroxytone -> Accented on the next to last syllable/penult accent
Oxytone -> Accented on the last syllable/ultima
This group includes all the adjectives whose stem ends in a consonant or a (unstressed) vowel besides ι. These adjectives could be:
Proparoxytone (όμορφος, -η, -ο)
Paroxytone (µαύρος, -η, -ο)
Oxytone (µικρός, -ή, -ό)
Case | Sing. Masc. | Sing. Fem. | Sing. Neut. |
---|---|---|---|
Nom | (ο) όμορφος | (η) όμορφη | (το) όμορφο |
Gen | (του) όμορφου | (της) όμορφης | (του) όμορφου |
Acc | (τον) όμορφο | (την) όμορφη | (το) όμορφο |
Case | Pl. Masc. | Pl. Fem. | Pl. Neut. |
---|---|---|---|
Nom | (οι) όμορφοι | (οι) όμορφες | (τα) όμορφα |
Gen | (των) όμορφων | (των) όμορφων | (των) όμορφων |
Acc | (τους) όμορφους | (τις) όμορφες | (τα) όμορφα |
Case | Sing. Masc. | Sing. Fem. | Sing. Neut. |
---|---|---|---|
Nom | (ο) μαύρος | (η) μαύρη | (το) μαύρο |
Gen | (του) μαύρου | (της) μαύρης | (του) μαύρου |
Acc | (τον) μαύρο | (την) μαύρη | (το) μαύρο |
Case | Pl. Masc. | Pl. Fem. | Pl. Neut. |
---|---|---|---|
Nom | (οι) μαύροι | (οι) μαύρες | (τα) μαύρα |
Gen | (των) μαύρων | (των) μαύρων | (των) μαύρων |
Acc | (τους) μαύρους | (τις) μαύρες | (τα) μαύρα |
Case | Sing. Masc. | Sing. Fem. | Sing. Neut. |
---|---|---|---|
Nom | (ο) μικρός | (η) μικρή | (το) μικρό |
Gen | (του) μικρού | (της) μικρής | (του) μικρού |
Acc | (τον) μικρό | (την) μικρή | (το) μικρό |
Case | Pl. Masc. | Pl. Fem. | Pl. Neut. |
---|---|---|---|
Nom | (οι) μικροί | (οι) μικρές | (τα) μικρά |
Gen | (των) μικρών | (των) μικρών | (των) μικρών |
Acc | (τους) μικρούς | (τις) μικρές | (τα) μικρά |
!Remember! Adjectives ending in –ος,-η,-ο and –ός,-ή,-ό are conjugated the same way. The only element that’s different is the stress.
Usage Examples:
Αυτός ο άντρας είναι ψηλός – This man is tall.
Οι τσέπες του κόκκινου παλτού – The pockets of the red coat/ The red coat’s pockets.
Είδες εκείνο το όμορφο κορίτσι; - Did you see that beautiful girl?
Έι, όμορφε! – Hey handsome!
The conjugation is similar to the one of the first group (-ος, -η, -o), With the exception of the feminine singular. This group includes all the adjectives whose stem ends in ι (stressed or not stressed) or in any other vowel. These adjectives could be:
Proparoxytone (άγριος, -α,-ο)
Paroxytone (κρύος, -α, -ο)
Oxytone (γλυκός, -ά, -ό)
Some adjectives whose stem does not end in a vowel (γκρίζος, µοντέρνος, παρθένος, σκούρος) and adjectives that end in -ούργος,- ούχος, -φόρος (πανούργος, προνομιούχος, καρποφόρος) are also included in this group.
Case | Sing. Masc. | Sing. Fem. | Sing. Neut. |
---|---|---|---|
Nom | (ο) άγριος | (η) άγρια | (το) άγριο |
Gen | (του) άγριου | (της) άγριας | (του) άγριου |
Acc | (τον) άγριο | (την) άγρια | (το) άγριο |
Case | Pl. Masc. | Pl. Fem. | Pl. Neut. |
---|---|---|---|
Nom | (οι) άγριοι | (οι) άγριες | (τα) άγρια |
Gen | (των) άγριων | (των) άγριων | (των) άγριων |
Acc | (τους) άγριους | (τις) άγριες | (τα) άγρια |
Case | Sing. Masc. | Sing. Fem. | Sing. Neut. |
---|---|---|---|
Nom | (ο) κρύος | (η) κρύα | (το) κρύο |
Gen | (του) κρύου | (της) κρύας | (του) κρύου |
Acc | (τον) κρύο | (την) κρύα | (το) κρύο |
Case | Pl. Masc. | Pl. Fem. | Pl. Neut. |
---|---|---|---|
Nom | (οι) κρύοι | (οι) κρύες | (τα) κρύα |
Gen | (των) κρύων | (των) κρύων | (των) κρύων |
Acc | (τους) κρύους | (τις) κρύες | (τα) κρύα |
Case | Sing. Masc. | Sing. Fem. | Sing. Neut. |
---|---|---|---|
Nom | (ο) γλυκός | (η) γλυκιά | (το) γλυκό |
Gen | (του) γλυκού | (της) γλυκιάς | (του) γλυκού |
Acc | (τον) γλυκό | (την) γλυκιά | (το) γλυκό |
Case | Pl. Masc. | Pl. Fem. | Pl. Neut. |
---|---|---|---|
Nom | (οι) γλυκοί | (οι) γλυκές* | (τα) γλυκά |
Gen | (των) γλυκών | (των) γλυκών | (των) γλυκών |
Acc | (τους) γλυκούς | (τις) γλυκές | (τα) γλυκά |
*ι in feminine plural is dropped.
Some adjectives ending in -κος, -κός, -θός, -χός (γνωστικός, ξανθός, φτωχός) have two feminine endings, both -ια/ιά and -η/ή (ξανθιά and ξανθή, φτωχιά and φτωχή).
Usage examples:
Είσαι πολύ γλυκιά. –You are very sweet.
Η πόρτα του παλιού σπιτιού. – The door of the old house/The old house’s door.
Φοράω τo καινούριο μου φόρεμα – Ι’m wearing my new dress.
Greek | English |
---|---|
μέρα | day |
εβδομάδα | week |
Δευτέρα | Monday |
Τρίτη | Tuesday |
Τετάρτη | Wednesday |
Πέμπτη | Thursday |
Παρασκευή | Friday |
Σάββατο | Saturday |
Κυριακή | Sunday |
σαββατοκύριακο | weekend |
Greek | English |
---|---|
μήνας | month |
χρόνος | year |
Ιανουάριος/Γενάρης* | January |
Φεβρουάριος/Φλεβάρης* | February |
Μάρτιος/Μάρτης* | March |
Απρίλιος/Απρίλης* | April |
Μάιος/Μάης* | May |
Ιούνιος | June |
Ιούλιος | July |
Αύγουστος | August |
Σεπτέμβριος/Σεπτέμβρης* | September |
Οκτώβριος/Οκτώβρης* | October |
Νοέμβριος/Νοέμβρης* | November |
Δεκέμβριος/Δεκέμβρης* | December |
εποχή | season |
Χειμώνας | winter |
Άνοιξη | spring |
Καλοκαίρι | summer |
Φθινόπωρο | autumn |
*alternative spellings
What time is it? - Τι ώρα είναι;
It’s 2.00 - Είναι 2 (ακριβώς). = it's 2 o'clock (exactly)
Examples:
Θα σε πάρω τηλέφωνο στις 10 (δέκα) και μισή - I will call you at 10.30 (half past ten)
BUT Θα σε πάρω τηλέφωνο στην 1 (μία) - I will call you at 1 o’ clock.
Ξύπνησα στις 8 (οχτώ) και 20 (είκοσι) - I woke up at 8.20 (twenty past eight).
Ήμουν στη δουλειά στις 7 (επτά) παρά 25 (εικοσιπέντε) - I was at work at 6.35 (twenty-five to seven) Να είσαι σπίτι πριν τις 12 (δώδεκα) - Be home before 12 (twelve/midnight)
Used for actions that happened at a specific moment in the past.
Forming rules:
Verbs that end in –ώνω form P.S. in –ωσα (μεγαλώνω-μεγάλωσα)
Verbs that end in –φω, -βω, -πτω form P.S. in –ψα (γράφω-έγραψα)
Verbs that end in –άζω form P.S in –σα or –ξα (διαβάζω- διάβασα)
Verbs that end in -αίνω form P.S. in –υνα (παχαίνω–πάχυνα)
Verbs that end in –εύω form P.S in –εψα (μαγειρεύω-μαγείρεψα)
Verbs that end in –ίζω form P.S. in –ισα (σκουπίζω-σκούπισα)
Verbs that are oxytone form P.S. in –ησα (ρωτάω/ρωτώ-ρώτησα)
When forming the Past Simple, the accent mark moves to the third from the end syllable.
If there is no such syllable and the verb begins with a consonant, then an extra syllable (ε) is added in front of the verb.
κάνω - έ-κανα, but κάνουμε - κάναμε
!Remember! One-syllable and two-syllable verbs need an extra syllable (ε) (with a few exceptions in irregular verbs; see the table below). The extra ε is always accented.
παίζω - έ-παιξα, δίνω – έ-δωσα, κλαίω - έ-κλαψα, στέλνω -έ-στειλα
If the verb begins with ε- or α- and that ε- or α- is going to be accented by the moved accented mark, then it can be changed to η- , although that is not necessary.
ελπίζω - ήλπιζα or έλπιζα, αυξάνω - αύξησα or ηύξησα
This change is very common for the ε- but rare for the α-. Using it makes the speech sound more refined and formal.
For verbs that consist of a preposition and a verb, the rules above apply for its verb part.
διακόπτω = δια+κόπτω -> δια+έκοψα = διέκοψα
προσαυξάνω = προς+αυξάνω -> προς+αύξησα or προς+ηύξησα = προσαύξησα or προσηύξησα.
Ενεστώτας | Αόριστος | Ενεστώτας | Αόριστος |
---|---|---|---|
ανεβαίνω | ανέβηκα | λέω | είπα |
κατεβαίνω | κατέβηκα | πίνω | ήπια |
βρίσκω | βρήκα | θέλω | θέλησα |
μπαίνω | μπήκα | τρώω | έφαγα |
βγαίνω | βγήκα | παίρνω | πήρα |
πηγαίνω | πήγα | μεθώ | μέθυσα |
μένω | έμεινα | φεύγω | έφυγα |
πλένω | έπλυνα | αθροίζω | άθροισα |
βλέπω | είδα | ντύνω | έντυσα |
Ενεστώτας | Αόριστος |
---|---|
(εγώ) τρώω | (εγώ) έφαγα |
(εσύ) τρως | (εσύ) έφαγες |
(αυτός/αυτή/αυτό) τρώει | (αυτός/αυτή/αυτό) έφαγε |
(εμείς) τρώμε | (εμείς) φάγαμε |
(εσείς) τρώτε | (εσείς) φαγατε |
(αυτοί/αυτές/αυτά) τρώνε | (αυτοί/αυτές/αυτά) φάγανε/έφαγαν |
Ενεστώτας | Αόριστος |
---|---|
(εγώ) μιλάω | (εγώ) μίλησα |
(εσύ) μιλάς | (εσύ) μίλησες |
(αυτός/αυτή/αυτό) μιλά/μιλάει | (αυτός/αυτή/αυτό) μίλησε |
(εμείς) μιλάμε | (εμείς) μιλήσαμε |
(εσείς) μιλάτε | (εσείς) μιλήσατε |
(αυτοί/αυτές/αυτά) μιλούν/μιλάνε | (αυτοί/αυτές/αυτά) μίλησαν/μιλήσανε |
A short list of occupations:
Greek masculine | Greek feminine | English |
---|---|---|
ο εργάτης | η εργάτης / η εργάτρια | the worker |
ο ναύτης | η ναύτης | the sailor |
ο αγρότης | η αγρότισσα | the farmer |
ο οδηγός | η οδηγός | the driver |
ο δάσκαλος | η δασκάλα | the teacher (elementary school) |
ο καθηγητής | η καθηγήτρια | the teacher (middle school & university) |
ο μαθητής | η μαθήτρια | the student (school) |
ο φοιτητής | η φοιτήτρια | the student (university) |
ο μεταφραστής | η μεταφράστρια | the translator |
ο γιατρός / ο ιατρός | η γιατρός / η ιατρός | the doctor |
ο ηθοποιός | η ηθοποιός | the actor / the actress |
ο αστυνομικός / ο αστυνόμος | η αστυνομικός / η αστυνόμος | the policeman / the policewoman |
ο πωλητής | η πωλήτρια | the salesman / the saleswoman |
ο δικαστής | η δικαστής | the judge |
ο δικηγόρος | η δικηγόρος | the lawyer |
ο διευθυντής | η διευθύντρια | the director/ the principal (school) |
ο στρατιώτης | η στρατιωτίνα | the soldier |
ο μάγειρας | η μαγείρισσα | the cook |
Examples: ο/η δικηγόρος (the lawyer), o/η έμπορος (the merchant), o/η πρόεδρος (the president), ο/η κτηνίατρος (the vet), ο/η κτηνοτρόφος (the livestock-breeder), o/η μελισσοκόμος (the beekeeper), ο/η αστυνόμος (the police officer).
Examples: o/η γιατρός (the doctor), ο/η παιδαγωγός (the educator), ο/η μηχανικός (the mechanic), ο/η στιχουργός (the lyricist), ο/η στρατιωτικός (the military officer), ο/η ηθοποιός (the actor/actress), ο/η θυρωρός (the doorkeeper)
Notes:
A few nouns ending in -κόμος (e.g. νοσοκόμος (nurse)) form the feminine version in -κόμα (η νοσοκόμα).
A few nouns ending in -νόμος or -ός (e.g. αστυνόμος, γιατρός, δικηγόρος) also form the feminine version in -ίνα (αστυνομικίνα) or -ίνα ,-έσσα (δικηγορίνα, γιατρέσσα). These forms, however, are less common in texts or formal speech.
Examples: ο/η γραμματέας (the secretary), ο/η ταμίας (the cashier), o/η συγγραφέας (the writer)
Notes:
Nouns ending in -ίστας (γραφίστας (graphic designer), πιανίστας (pianist), τενίστας (tennis player)) usually form the feminine version in -ίστρια (γραφίστρια, πιανίστρια, τενίστρια).
Nouns ending in -ονας (επιστήμονας (scientist), αρχιτέκτονας (architect)) or -ας (μάγειρας (cook)) These forms are less common in texts or formal speech.
Examples: ο κομμωτής-η κομμώτρια (the hairdresser), ο γλύπτης-η γλύπτρια (the sculptor), ο εργάτης-η εργάτρια (the worker), ο εκδότης-η εκδότρια (the publisher), ο εφευρέτης-η εφευρέτρια (the inventor), ο συντάκτης-η συνάκτρια (the editor), ο ψυχοθεραπευτής-η ψυχοθεραπεύτρια (the psychotherapist), ο καθηγητής-η καθηγήτρια (the professor/teacher), ο λογιστής-η λογίστρια (the accountant), ο σχεδιαστής-η σχεδιάστρια (the designer).
Examples: ο κρεοπώλης-η κρεοπώλισσα (the butcher), ο αγρότης- η αγρότισσα (the farmer), ο ακροβάτης-η ακροβάτισσα (the acrobat), ο εργοστασιάρχης-η εργοστασιάρχισσα (the industrialist).
Greek | English |
---|---|
και / κι | and |
ή | or |
ούτε | neither |
ούτε...ούτε | neither … nor |
είτε...είτε | either ...or |
αλλά | but |
όμως | however |
ενώ | while |
όταν | when |
πριν | before |
γιατί | why*** |
επειδή | because |
αν | if/whether |
να | to |
για να | in order to |
που, πως, ότι* | that |
γιατί, επειδή, διό*τι | because |
"που” that / πού where * “πως”, that / πώς how “ότι” that / ό,τι what, whatever
ΓΙΑΤΊ*/WHY||BECAUSE**
“Γιατί” is often used as a reply to a question beginning with: “Γιατί”.
For example: Γιατί είσαι άρρωστος (Why are you ill?) Γιατί κόλησα τη γρύπη ( Because I caught the flu. )
More formal would be: επειδή, διότι.
For a more in-depth view of Present Tense see the Tips & Notes in Present 1.
HOW TO FORM THE PRESENT TENSE: To the root form of the verb: e.g. from δίνω we use διν… and add the ending for that verb. So, for this type which is the most common you get:
Person | Greek | English |
---|---|---|
First person | (Εγώ) δίνω | I give |
Second person | (Εσύ) δίνεις | You give |
Third person | (Αυτός/αυτή/αυτό) δίνει | He/she/ it gives |
Person | Greek | English |
---|---|---|
First person | (Εμείς) δίνουμε | We give |
Second person | (Εσείς) δίνετε | You give |
Third person | (Αυτοί/αυτές/αυτά) δίνουν/δίνουνε | They give |
Note the two forms for YOU: δίνεις = you give >singular and δίνετε = you give plural and formal.
ΑΡΕΣΕΙ
Finally, note this form that might appear odd for English speakers.
Μου αρέσει το κουτάβι. = I like the puppy.
This technically translates to: "The puppy is liked by me," Actually it simply means "I like the puppy." For other persons you simply use the necessary pronoun (σου, του, της etc) . "αρέσει" does not change.
The imperative mood (Προστακτική) expresses command.
It is used in the 2nd person singular and plural.
It can be Present (Προστακτική Ενεστώτα), Past (Προστακτική Αορίστου) and Present Perfect* (Προστακτική Παρακειμένου)
*not included in the course.
Present Imperative expresses duration or repetition of the action.
The Present Imperative is formed by:
The stem of the verb it its Simple Present form
The endings ε/ετε, α/ατε, or α/είτε after the stem of the verb
The particle μη(ν) + the subjunctive form of the verb (in 2nd singular or plural), for prohibitive usage.
Formation Example:
For verbs that end in -ω, use the endings -ε, -ετε.
For verbs that end in -ώ, use the endings -α, -ατε or -α, είτε.
For the verb γράφω: γράφ+ε, γράφ+ετε -> γράφε, γράφετε
For the verb αγαπώ: αγάπ-α, αγαπ-άτε -> αγάπα, αγαπάτε
For the verb τηλεφωνώ: τηλεφών-α, τηλεφων-είτε -> τηλεφώνα, τηλεφωνείτε
Usage Examples:
Γράφε/Γράφετε πιο γρήγορα. - Write faster.
Μίλα/Μιλάτε πιο καθαρά. - Speak clearer.
Τρώγε/Τρώτε πιο αργά. - Eat more slowly.
Past Imperative expresses non-continuation. The action is not ongoing, or the speaker is not interested in its duration.
The Past Imperative is formed by:
The stem of the verb it its Simple Past form
The endings -ε/-ες or -τε/είτε, -α or /-ήστε/-ήξτε/-άστε, after the stem of the verb
Formation Example:
For verbs that end in -ω, use the endings -ε/-ες, -τε.
For verbs that end in -ώ, use the endings -α,/-ήστε/-ήξτε/-άτε/-άστε.
For the verb γράφω: γράψ-ε, γράψ-τε -> γράψε, γράψτε
For the verb μπαίνω: μπ-ες, μπ-είτε -> μπες, μπείτε
For the verb κόβω: κόψ-ε, κόψ-τε -> κόψε, κόψτε
For the verb μιλώ: μίλ-α, μιλ-ήστε -> μίλα, μιλήστε
For the verb περνώ: πέρ-ασε/πέρν-α, περ-άστε -> πέρασε/πέρνα, περάστε
For the verb πηδώ: πήδ-α, πηδ-ήξτε ->πήδα, πηδήξτε
Usage Examples:
Μίλα/Μιλήστε μου! - Talk to me!
Πήγαινε/Πηγαίνετε/Πάνε/Πάτε για ύπνο, είναι αργά. - Go to sleep, it’s late.
Περίμενε/Περιμένετέ με, έρχομαι! - Wait for me, I’m coming!
Γράψε/Γράψτε τον αριθμό του τηλεφώνου σου/σας. - Write your phone number (down).
The reflexive pronouns (αυτοπαθείς αντωνυμίες) are formed by the noun εαυτός (self) -accompanied by the article in the appropriate case- and the weak types of the personal pronouns (μου, σου, του, της, μας, σας, τους etc).
exp. o εαυτός μου (myself), οι εαυτοί τους(theirselves)
They are used when the action of the subject goes back to the subject itself.
They are used in the genitive and the accusative case (γενική and αιτιατική).
They can be used in the nominative case (ονομαστική) emphatically.
exp. Το μόνο που σκέφτεσαι είναι ο εαυτός σου! - The only one you think about is yourself!
Case | Singular | Plural |
---|---|---|
Nomιnative | (ο) εαυτός | (οι) εαυτοί |
Genitive | (του) εαυτού | (των) εαυτών |
Accusative | (τον) εαυτό | (τους) εαυτούς |
Usage Examples:
Προσέχω τον εαυτό μου - I look after myself.
Πρέπει να βρεις χρόνο για τον εαυτό σου. - You have to find time for yourself.
Κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη. - She looked at herself in the mirror.
Είναι κομμάτι του εαυτού του. - It’s a part of himself/him.
Περιγράψτε τους εαυτούς σας. - Describe yourselves.
Θα προστατεύσουμε τους εαυτούς μας! - We will protect ourselves!
Δεν προσπάθησαν να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους. - They didn’t try to defend themselves.
The definite pronouns (οριστικές αντωνυμίες) are:
the adjective ίδιος, -α, -ο accompanied by the article in the approriate case. exp. ο ίδιος (himself), η ίδια (herself), but εγώ ο ίδιος (I myself)
the adjective μόνος, -η, -ο accompanied by the weak types of the personal pronouns (μου, σου, του, της, μας, σας, τους etc.) exp. μόνος μου ((by) myself), μόνοι μας ((by) ourselves)
They are used to make something or someone distinct from all the others of the same kind.
(Note: While these pronouns are considered to be reflexive in English, they are actually in two seperate categories in Greek. They do express reflexiveness.)
Case | Sing. Masc. | Sing. Fem. | Sing. Neut. | Plur. Masc. | Plur. Fem. | Plur. Neut. |
---|---|---|---|---|---|---|
Nomιnative | (ο) ίδιος | (η) ίδια | (το) ίδιο | (οι) ίδιοι | (οι) ίδιες | (τα) ίδια |
Genitive | (του) ίδιου | (της) ίδιας | (του) ίδιου | (των) ίδιων | (των) ίδιων | (των) ίδιων |
Accusative | (τον) ίδιο | (την) ίδια | (το) ίδιο | (τους) ίδιους | (τις) ίδιες | (τα) ίδια |
Case | Sing. Masc. | Sing. Fem. | Sing. Neut. | Plur. Masc. | Plur. Fem. | Plur. Neut. |
---|---|---|---|---|---|---|
Nomιnative | (ο) μόνος | (η) μόνη | (το) μόνο | (οι) μόνοι | (οι) μόνες | (τα) μόνα |
Genitive | (του) μόνου | (της) μόνης | (του) μόνου | (των) μόνων | (των) μόνων | (των) μόνων |
Accusative | (τον) μόνο | (την) μόνη | (το) μόνο | (τους) μόνους | (τις) μόνες | (τα) μόνα |
Usage examples:
Το έγραψε ο ίδιος. - He wrote it himself.
Παρέλαβε η ίδια το πακέτο. - She received the package herself.
Αυτό σου το είπαν οι ίδιοι; -Did they tell you that themselves?
Η ίδια η Μαρία πρότεινε να βγούμε έξω. - Mary herself suggested that we go out.
Αυτό το έκανα μόνος μου. - Ι did this myself.
Δες και μόνος σου! - See for yourself!
Γιατί την άφησες να πάει σπίτι μόνη της; - Why did you let her go home by herself?
Κάθονται εκεί πέρα μόνοι τους. - They are sitting over there by themselves.
For Modern Greek tenses and the conjugation of these two verbs see the notes in the 'Auxiliary Verbs' skill.https://incubator.duolingo.com/courses/el/en/editor/66ec9d611e21adc231449b799ae7aed1
Greek Present Tense does not differentiate between simple (a one-time action: we drink water = πίνουμε νερό) and a: continuous action: we are drinking = πίνουμε
Verbs in Greek do not need to be preceded by the Personal Pronoun: εγώ, εσύ etc. (Similar to Portuguese and Spanish). The person is shown by the ending an the context: θέλω παγωτό >I want ice cream (of course you can use the Personal Pronoun to clarify or for emphasis if you wish αυτός θελει παγωτό > he* wants ice cream.
The INFINITIVE: we use the first person of the verb with nothing in front: δίνω* = to give
The use of the infinitive in sentences e.g. “He wants to go to the park.” will be seen in a later unit.
HOW TO FORM THE PRESENT TENSE: To the root form of the verb: e.g. from δίνω we use διν… and add the ending for that verb. So, for this type which is the most common you get:
Person | Greek | English |
---|---|---|
First person | (Εγώ) δίνω | I give |
Second person | (Εσύ) δίνεις | You give |
Third person | (Αυτός/αυτή/αυτό) δίνει | He/she/ it gives |
Person | Greek | English |
---|---|---|
First person | (Εμείς) δίνουμε | We give |
Second person | (Εσείς) δίνετε | You give |
Third person | (Αυτοί/αυτές/αυτά) δίνουν/δίνουνε | They give |
Note the two forms for YOU: δίνεις = you give >singular and δίνετε = you give plural and formal.
ΑΡΕΣΕΙ
Finally, note this form that will appear unusual for English speakers.
To say: I like the puppy. we will say: "Μου αρέσει το κουτάβι This technically translates to: "The puppy is liked by me," Actually it simply means. "I like the puppy." For other persons you simply use the necessary pronoun (σου, του, της etc) . "αρέσει" does not change.
NEGATIVE FORMS: Negatives are formed by adding δεν before the main verb. Δεν πίνω καφέ. > I do not (don't) drink coffee.
QUESTIONS do not change their word order. They just receive the GREEK question mark which looks just like a semicolon “;” and change in intonation when spoken. The Greek question mark can be found on the Q when you are using a Greek keyboard.
CONTRACTING VERBS Συνηρημένα Ρήματα
There are some verbs that can be conjugated in multiple ways. Verbs ending in -αω fall in this category. (such as περπατάω-περπατώ, αγαπάω-αγαπώ, κολυμπάω-κολυμπώ)
They are conjugated as follows:
Person | Greek | English |
---|---|---|
First person | (Εγώ) αγαπάω/αγαπώ | I love |
Second person | (Εσύ) αγαπάς | You love |
Third person | (Αυτός/αυτή/αυτό) αγαπάει/αγαπά | He/she/ it loves |
Person | Greek | English |
---|---|---|
First person | (Εμείς) αγαπούμε/αγαπάμε | We love |
Second person | (Εσείς) αγαπάτε | You love |
Third person | (Αυτοί/αυτές/αυτά) αγαπούν/αγαπούνε/αγαπάν/αγαπάνε | They love |
Αποθετικά Ρήματα Active Verbs that use Passive Verb endings...
These verbs show action but have passive voice endings (such as κοιμάμαι=sleep, θυμάμαι=remember etc)
They are conjugated as follows:
Person | Greek | English |
---|---|---|
First person | (Εγώ) κοιμούμαι/κοιμάμαι | I sleep |
Second person | (Εσύ) κοιμάσαι | You sleep |
Third person | (Αυτός/αυτή/αυτό) κοιμάται | He/she/ it sleeps |
Person | Greek | English |
---|---|---|
First person | (Εμείς) κοιμούμαστε/κοιμόμαστε | We sleep |
Second person | (Εσείς) κοιμάστε/κοιμόσαστε | You sleep |
Third person | (Αυτοί/αυτές/αυτά) κοιμούνται/κοιμόνται | They sleep |
Some basic vocabulary to familiarize you with a Greek household:
Greek | Gender | English |
---|---|---|
το δωμάτιο | neuter | the room |
το σπίτι | neuter | the house |
η τραπεζαρία | feminine | the dining room |
η κουζίνα | feminine | the kitchen/the stove |
το καθιστικό / το σαλόνι | neuter / neuter | the living room |
η κρεβατοκάμαρα / το υπνοδωμάτιο | feminine / neuter | the bedroom |
το μπάνιο / η τουαλέτα | neuter / feminine | the bathroom / the toilet |
το χολ | neuter | the hall |
η αυλή | feminine | the yard |
ο κήπος | masculine | the garden |
το μπαλκόνι | neuter | the balcony |
το ασανσέρ / ο ανελκυστήρας | neuter / masculine | the elevator / the lift |
το ρετιρέ | neuter | the penthouse |
Some items we find in a house:
Greek | Gender | English |
---|---|---|
τα έπιπλα (plural) | neuter | the furniture |
το κρεβάτι / το ντιβάνι | neuter / neuter | the bed |
το ντουλάπι | neuter | the cupboard |
ο καναπές | masculine | the sofa |
το τραπέζι | neuter | the table |
η ντουλάπα | feminine | the closet / the wardrobe |
η καρέκλα | feminine | the chair |
η πολυθρόνα | feminine | the armchair |
το ντους | neuter | the shower |
η μπανιέρα | feminine | the bathtub |
ο νιπτήρας | masculine | the sink |
το ψυγείο | neuter | the refrigerator / the fridge |
ο φούρνος | masculine | the oven |
το τηλέφωνο | neuter | the telephone / the phone |
το καλοριφέρ | neuter | the radiator |
το κλιματιστικό / το air conditioner | neuter / neuter | the air conditioner |
Some verbs about a house:
Greek (present simple) | Greek (past simple) | English (present simple) |
---|---|---|
κατοικώ | κατοίκησα | live / reside |
νοικιάζω | νοίκιασα | rent (from someone) |
καθαρίζω | καθάρισα | clean |
κλείνω / σβήνω | έκλεισα / έσβησα | turn off |
ανάβω | άναψα | turn on the light |
ανοίγω | άνοιξα | turn on / open |
The Passive Voice is not used in Greek as commonly as in other languages. It is mainly used when we want to emphasize on the action.
Ενεργητική Φωνή (Active Voice)
Εγώ γράφω ένα βιβλίο - I write a book / I am writing a book
Παθητική φωνή (Passive Voice)
Ένα βιβλίο γράφεται (από εμένα) - A book is written (by me) / A book is being written (by me)
Ενεργητική Φωνή (Active Voice)
Εγώ έγραφα ένα βιβλίο - I was writing a book
Παθητική Φωνή (Passive Voice)
Ένα βιβλίο γραφόταν (από εμένα) - A book was being written (by me)
Ενεργητική Φωνή (Active Voice)
Εγώ έγραψα ένα βιβλίο - I wrote a book
Παθητική Φωνή (Passive Voice)
Ένα βιβλίο γράφτηκε (από εμένα) - A book was written (by me)
Ενεργητική Φωνή (Active Voice)
Εγώ θα γράφω ένα βιβλίο - I will be writing a book
Παθητική Φωνή (Passive Voice)
Ένα βιβλίο θα γράφεται (από εμένα) - A book will be being written (by me)
Ενεργητική Φωνή (Active Voice)
Εγώ θα γράψω ένα βιβλίο - I will write a book
Παθητική Φωνή (Passive Voice)
Ένα βιβλίο θα γραφτεί (από εμένα) - A book will be written (by me)
Ενεργητική Φωνή (Active Voice)
Εγώ έχω γράψει ένα βιβλίο - I have written a book
Παθητική Φωνή (Passive Voice)
Ένα βιβλίο έχει γραφθεί (από εμένα) - A book has been written (by me)
Ενεργητική Φωνή (Active Voice)
Εγώ είχα γράψει ένα βιβλίο - I had written a book.
Παθητική Φωνή (Passive Voice)
Ένα βιβλίο είχε γραφθεί (από εμένα) - A book had been written (by me)
Ενεργητική Φωνή (Active Voice)
Εγώ θα έχω γράψει ένα βιβλίο - I will have written a book
Παθητική Φωνή (Passive Voice)
Ένα βιβλίο θα έχει γραφθεί (από εμένα) - A book will have been written (by me)
The subjunctive mood (Υποτακτική) presents the action or the event as something wanted or expected.
It indicates what the subject of the verb wants, can, may, must do or is expecting to do.
It is often used after verbs like θέλω (want), μπορώ (can, may), πρέπει (must), ελπίζω (hope), σκέφτομαι (think of), εύχομαι (wish) etc. .
It can be Present (Υποτακτική Ενεστώτα), Past (Υποτακτική Αορίστου) or Present Perfect (Υποτακτική Παρακειμένου).
It is preceded by the particles να, για να, όταν, πριν, αν, άµα, ας, μη(ν), etc.
It is used to show continuation (Ρresent Subjunctive) or non-continuation (Past Subjunctive) of the action and not the time aspect (present, past, future).
The subjunctive of Simple Present (Υποτακτική Ενεστώτα) shows continuation or repetition. The action expressed by the verb is ongoing or repeated.
It declares urgency, an order or a prohibition*
*An order or a prohibition with the particle μη(ν) (also known as prohibitive/imperative subjunctive) .
The Present Subjunctive is formed by:
The verb (active or passive) in the Simple Present form
The particles να, για να, όταν, πριν, αν, άµα, ας … etc. before the verb or
The particle μη(ν), for prohibitive usage.
Πρόσωπο | Ενεστώτας | Υποτ. Ενεστώτα | Ενεστώτας | Υποτ. Ενεστώτα |
---|---|---|---|---|
εγώ | γράφω | να γράφω | τρώω | να τρώω |
εσύ | γράφεις | να γράφεις | τρως | να τρως |
αυτός/αυτή/αυτό | γράφει | να γράφει | τρώει | να τρώει |
εμείς | γράφουμε | να γράφουμε | τρώμε | να τρώμε |
εσείς | γράφετε | να γράφετε | τρώτε | να τρώτε |
αυτοί/αυτές/αυτά | γράφουν | να γράφουν | τρώνε | να τρώμε |
Θέλω να τρώω παγωτό κάθε μέρα! - Ι want to eat ice cream every day!
Όταν πίνετε, μην οδηγείτε. - When you drink, don’t drive.
Σηκώνομαι νωρίς για να πηγαίνω σχολείο. - Ι get up early to go to school.
Θέλεις πάντα να είσαι το επίκεντρο της προσοχής - You always want to be the center of attention.
Πρέπει να κλειδώνεις την πόρτα όταν βγαίνεις από το σπίτι - You have to lock the door when you leave the house.
Δεν χρειάζεται να ανησυχείς γι’ αυτό - You don’t need to worry about it.
Δεν μ’ αρέσει να μου λένε τι να κάνω - I don’t like being told what to do.
Μην με κοιτάς έτσι! - Don’t look at me like that!
Μην αγγίζετε. - Do not touch.
Μπορείς πάντα να είσαι ο εαυτός σου - You can always be yourself.
Ας μην ξεχνάμε γιατί βρισκόμαστε εδώ. - Let’s not forget why we are here.
See Tips & Notes for Verb: Past 1
The indefinite pronouns are used for referring to something or someone indefinitely, either because the speaker doesn’t know about them, or has no interest in determining them.
In Greek, indefinite pronouns must agree in number and gender.
Case | Sing. Masc | Sing. Fem. | Sing. Neut. | Pl. Masc | Pl. Fem. | Pl. Neut. |
---|---|---|---|---|---|---|
Nom | (ο) κάποιος | (η) κάποια | (το) κάποιο | (οι) κάποιοι | (οι) κάποιες | (τα) κάποια |
Gen | (του) κάποιου | (της) κάποιας | (του) κάποιου | (των) κάποιων | (των) κάποιων | (των) κάποιων |
Acc | (τον) κάποιο | (την) κάποια | (το) κάποιο | (τους) κάποιους | (τις) κάποιες | (τα) κάποια |
Case | Sing. Masc | Sing. Fem. | Sing. Neut. | Pl. Masc | Pl. Fem. | Pl. Neut. |
---|---|---|---|---|---|---|
Nom | (ο) άλλος | (η) άλλη | (το) άλλο | (οι) άλλοι | (οι) άλλες | (τα) άλλα |
Gen | (του) άλλου | (της) άλλης | (του) άλλου | (των) άλλων | (των) άλλων | (των) άλλων |
Acc | (τον) άλλο | (την) άλλη | (το) άλλο | (τους) άλλους | (τις) άλλες | (τα) άλλα |
Case | Sing. Masc | Sing. Fem. | Sing. Neut. | Pl. Masc | Pl. Fem. | Pl. Neut. |
---|---|---|---|---|---|---|
Nom | (ο) κάμποσος | (η) κάμποση | (το) κάμποσο | (οι) κάμποσοι | (οι) κάμποσες | (τα) κάμποσα |
Gen | (του) κάμποσου | (της) κάμποσης | (του) κάμποσου | (των) κάμποσων | (των) κάμποσων | (των) κάμποσων |
Acc | (τον) κάμποσο | (την) κάμποση | (το) κάμποσο | (τους) κάμποσους | (τις) κάμποσες | (τα) κάμποσα |
Case | Sing. Masc | Sing. Fem. | Sing. Neut. |
---|---|---|---|
Nom | (ο) ένας | (η) μία/μια | (το) ένα |
Gen | (του) ενός | (της) μίας/μιας | (του) ενός |
Acc | (τον) ένα/έναν | (την) μία/μια | (το) ένα |
Case | Sing. Masc | Sing. Fem. | Sing. Neut. |
---|---|---|---|
Nom | (ο) κανείς/κανένας | (η) καμία/καμιά | (το) κανένα |
Gen | (του) κανενός | (της) καμίας/καμιάς | (του) κανενός |
Acc | (τον) κανένα/κανέναν | (την) καμία/καμιά | (το) κανένα |
Case | Sing. Masc | Sing. Fem. | Sing. Neut. |
---|---|---|---|
Nom | (ο) καθένας | (η) καθεμία/καθεμιά | (το) καθένα |
Gen | (του) καθενός | (της) καθεμίας/καθεμιάς | (του) καθενός |
Acc | (τον) καθένα | (την) καθεμία/καθεμιά | (το) καθένα |
Case | Pl. Masc | Pl. Fem. | Pl. Neut. |
---|---|---|---|
Nom | (οι) μερικοί | (οι) μερικές | (τα) μερικά |
Gen | (των) μερικών | (των) μερικών | (των) μερικών |
Acc | (τους) μερικούς | (τις) μερικές | (τα) μερικά |
!There is no singular for this pronoun. Not to be confused with the adjective μερικός-ή-ό, which translates to ‘partial/part time’.
Exp. Μερικοί (άνθρωποι) είναι πολύ τυχεροί. – Some people are very lucky.
!Μερική αποπληρωμή – Partial repayment
!Μερική απασχόληση – Part time job
Some indefinite pronouns do not decline:
• Κάθε (every, each)
• Καθετί (everything)
• Κάτι, κατιτί (something)
• Τίποτα/τίποτε (nothing/anything)
• Τάδε (such and such)
• Δείνα (such and such)
Exp. Παίζω ποδόσφαιρο κάθε Σάββατο – I play football every Saturday.
Θέλω να φάω κάτι. – I want to eat something.
Δεν θέλω να κάνω τίποτα. – I don’t want to do anything.
!The pronouns κανείς/κανένας, καμία/καμιά, κανένα and τίποτα are used in:
• Negation
Exp. Δεν υπάρχει κανένα φρούτο στο ψυγείο. - There is no fruit in the fridge.
• Question
Exp. Έχει/Υπάρχει κανένα φρούτο στο ψυγείο; - Is there any fruit in the fridge?
Or Έχει/Υπάρχουν τίποτα φρούτα στο ψυγείο; - Is there any fruit in the fridge?
Adjectives have three degrees of comparison: Positive (Θετικός), Comparative (Συγκριτικός) and Superlative (Υπερθετικός).
The Positive degree (Θετικός βαθμός) is the base form of the adjective, that simply expresses a quality.
The Comparative degree (Συγκριτικός βαθμός) is used to express a higher degree of some quality. It is formed
e.g. όμορφος -> ομορφό-τερος, ψηλός -> ψηλό-τερος, βαθύς -> βαθύ-τερος
e.g. όμορφος -> πιο όμορφος, ψηλός -> πιο ψηλός, βαθύς-> πιο βαθύς
*Adjectives ending in -ης, -ης, -ες have the superlative suffix -έστερος, -έστερη, -έστερο.
e.g. δημοφιλής -> δημοφιλέστερος, σαφής -> σαφέστερος
In Greek, there are two kinds of superlative degrees.
The Relative Superlative (Σχετικός Υπερθετικός), is used to express that a noun has the highest degree of some quality (than every other similar object). It is formed
e.g. όμορφος -> ο ομορφότερος, μικρός -> ο μικρότερος, μακρύς -> ο μακρύτερος
e.g. όμορφος -> ο πιο όμορφος, μικρός -> ο πιο μικρός, μακρύς -> ο πιο μακρύς
The Absolute Superlative (Απόλυτος Υπερθετικός) is used to declare that the noun has a higher degree of some quality (without comparing to everything else). It is formed
e.g. ταχύς -> ταχύτατος, νέος -> νεότατος, ωραίος -> ωραιότατος
e.g. μεγάλος -> πολύ μεγάλος, νέος -> πολύ νέος, βαθύς -> πολύ βαθύς
*Adjectives ending in -ης, -ης, -ες have the superlative suffix -έστατος, -έστατη, -έστατο.
e.g. δημοφιλής -> δημοφιλέστατος, σαφής -> σαφέστατος, προφανής ->προφανέστατος
Θετικός (Positive) | Συγκριτικός (Comparative) | Συγκριτικός (Comparative) | Σχετ. Υπερθετικός (Superlative) | Σχετ. Υπερθετικός (Superlative) | Απολ. Υπερθετικός (Superlative) | Απολ. Υπερθετικός (Superlative) |
---|---|---|---|---|---|---|
Μονολεκτικά | Περιφραστικά | Μονολεκτικά | Περιφραστικά | Μονολεκτικά | Περιφραστικά | |
απλός | απλούστερος | πιο απλός | ο απλούστερος | ο πιο απλός | απλούστατος | πολύ απλός |
καλός | καλύτερος | πιο καλός | ο καλύτερος | ο πιο καλός | κάλλιστος/άριστος | πολύ καλός |
κακός | χειρότερος | πιο κακός | ο χειρότερος | ο πιο κακός | κάκιστος/χείριστος | πολύ κακός |
κοντός | κοντύτερος | πιο κοντός | ο κοντύτερος | ο πιο κοντός | κοντότατος | πολύ κοντός |
λίγος | λιγότερος | x | ο λιγότερος | ο πιο λίγος | ελάχιστος | πολύ λίγος |
πολύς | περισσότερος | πιο πολύς | ο περισσότερος | ο πιο πολύς | πλείστος | πάρα πολύς |
μακρύς | μακρύτερος | πιο μακρύς | ο μακρύτερος | ο πιο μακρύς | μακρύτατος | πολύ μακρύς |
μικρός | μικρότερος | πιο μικρός | ο μικρότερος | ο πιο μικρός | ελάχιστος | πολύ μικρός |
μεγάλος | μεγαλύτερος | πιο μεγάλος | ο μεγαλύτερος | ο πιο μεγάλος | μέγιστος | πολύ μεγάλος |
πρώτος | πρωτύτερος | x | ο πρωτύτερος | x | πρώτιστος | x |
Θετικός (Positive) | Συγκριτικός (Comparative) | Σχετ. Υπερθετικός (Superlative) | Απολ. Υπερθετικός (Superlative) |
---|---|---|---|
άνω | ανώτερος | ο ανώτερος | ανώτατος |
κάτω | κατώτερος | ο κατώτερος | κατώτατος |
άπω | απώτερος | ο απώτερος | απώτατος |
ένδον | ενδότερος | ο ενδότερος | ενδότατος |
έξω | εξώτερος | ο εξώτερος | x |
πλησίον | πλησιέστερος | ο πλησιέστερος | πλησιέστατος |
προτιμώ | προτιμότερος | ο προτιμότερος | x |
υπέρ | υπέρτερος | ο υπέρτερος | υπέρτατος |
προ | πρότερος | ο πρότερος | x |
Adjectives that DON’T have Comparative or Superlative forms:
Adjectives ending in -ής, -ιά, -ί (e.g. πορτοκαλής, πορτοκαλιά, πορτοκαλί)
Adjectives of matter (e.g. χρυσός, μάλλινος)
Adjectives of origin (e.g. αγγλικός, ελληνικός)
Αdjectives of relation (e.g. αδερφικός, πατρικός)
Adjectives of place (e.g. παραθαλάσσιος, ορεινός)
Adjectives of time (e.g φετινός, χθεσινός)
Αdjectives that describe a permanent situation (e.g. μισός, νεκρός)
Adverbs are indeclinable words.
-They can modify a verb, an adjective, another adverb or a whole sentence.
-They indicate place, time, manner, etc.
Greek | English | Greek | English |
---|---|---|---|
σήμερα | today | σύντομα | soon |
αύριο | tomorrow | ήδη | already |
χθες | yesterday | ακόμα | still/yet |
μεθαύριο | the day after tomorrow | πότε | when |
προχθές | the day before yesterday | τότε | then |
απόψε | tonight | πριν | before/ago |
τώρα | now | μετά | after |
αργά | late | αργότερα | later |
νωρίς | early | πρόσφατα | recently |
κάποτε | once/sometime | φέτος | this year |
άλλοτε | once/another time | πέρ(υ)σι | last year |
επιτέλους | finally | αμέσως | immediately |
όποτε/οποτεδήποτε | whenever | τελευταία | lately |
όλο | constantly/all the time | όλη την ώρα | all the time |
Greek | English |
---|---|
εδώ | here |
εκεί | there |
πού | where |
μέσα | inside |
έξω | outside |
παντού | everywhere |
οπουδήποτε | anywhere |
πουθενά | nowhere |
Greek | English |
---|---|
πώς | how |
όπως | however |
έτσι | like so/so |
αλλιώς | otherwise |
κάπως | somehow |
μαζί | together |
χώρια/χωριστά | seperately |
Greek | English |
---|---|
πάντα | always |
ποτέ | never/ever |
σπάνια | rarely |
συχνά | often |
μερικές φορές | sometimes |
μία φορά | once |
δύο φορές/ δις | twice |
κάθε μέρα | every day |
Greek | English |
---|---|
πόσο | how much |
όσο | however much |
τόσο | this much/so much |
λίγο | a little |
πολύ | much |
αρκετά | enough |
περίπου | about |
σχεδόν | almost |
περισσότερο | more |
λιγότερο | less |
πάνω κάτω | give or take |
Greek | English |
---|---|
ευτυχώς | fortunately |
δυστυχώς | unfortunately |
σίγουρα | certainly |
πραγματικά | really |
ειλικρινά | honestly |
ίσως | maybe |
τελικά | eventually |
Adverbs ending in -α are formed by:
-Adjectives ending in -ος, -η, -ο
όμορφος - όμορφα, καλός - καλά, ξαφνικός - ξαφνικά
-Adjectives ending in -ος, -ιά, -ο
γλυκός - γλυκά, ωραίος - ωραία, τελευταίος - τελευταία
-Αdjectives ending in -ύς, -ά, -ύ
βαθύς - βαθιά, μακρύς - μακριά, πλατύς - πλατιά
-Past participles
δικαιολογημένος - δικαιολογημένα, συγκεκριμένος - συγκεκριμένα, μπερδεμένος - μπερδεμένα
Adverbs ending in -ως are formed by:
-Adjectives ending in -ης, -ης, -ες
ακριβής - ακριβώς, διεθνής - διεθνώς, προφανής - προφανώς
-Adjectives ending in -ων, -ούσα, -ον
επείγων - επειγόντως, παρεμπίπτων - παρεμπιπτόντως, δέων - δεόντως
-Adjectives ending in -ος and past participles
αδιάκριτος - αδιακρίτως, αεροπορικός - αεροπορικώς, κύριος -κυρίως
Adverbs ending in -έως are formed by:
-Adjectives in ending in -ύς, -εία, -ύ
ευθύς - ευθέως, ταχύς - ταχέως, ευρύς - ευρέως
(Note:Τhese adjectives are not too commonly used.)
!There are a lot of adjectives that form adverbs both in -ως and -α. The forms that end in -α are usually more commonly used than the forms of -ω. Some of these pairs do have the same meaning.
exp. κλινικά/κλινικώς, απόλυτα/απολύτως, βέβαια/βεβαίως, αιώνια/αιωνίως, μάταια/ματαίως, τελικά/τελικώς, τυχαία/τυχαίως
However, there are also pairs that have different meanings.
exp. εκτάκτως -> without planning in advance BUT έκτακτα -> great
ιδιαιτέρως -> privately BUT ιδιαίτερα -> a lot, much
ευχαρίστως -> with pleasure BUT ευχάριστα -> nicely
αμέσως -> instantly BUT άμεσα -> directly
Used for actions that happened at a specific moment in the past.
Forming rules:
Verbs that end in –ώνω form P.S. in –ωσα (μεγαλώνω-μεγάλωσα)
Verbs that end in –φω, -βω, -πτω form P.S. in –ψα (γράφω-έγραψα)
Verbs that end in –άζω form P.S in –σα or –ξα (διαβάζω- διάβασα)
Verbs that end in -αίνω form P.S. in –υνα (παχαίνω–πάχυνα)
Verbs that end in –εύω form P.S in –εψα (μαγειρεύω-μαγείρεψα)
Verbs that end in –ίζω form P.S. in –ισα (σκουπίζω-σκούπισα)
Verbs that are oxytone form P.S. in –ησα (ρωτάω/ρωτώ-ρώτησα)
When forming the Past Simple, the accent mark moves to the third from the end syllable.
If there is no such syllable and the verb begins with a consonant, then an extra syllable (ε) is added in front of the verb.
κάνω - έ-κανα, but κάνουμε - κάναμε
!Remember! One-syllable and two-syllable verbs need an extra syllable (ε). The extra ε is always accented.
παίζω - έ-παιξα, δίνω – έ-δωσα, κλαίω - έ-κλαψα, στέλνω -έ-στειλα
If the verb begins with ε- or α- and that ε- or α- is going to be accented by the moved accented mark, then it can be changed to η- , although that is not necessary.
ελπίζω - ήλπισα or έλπισα, αυξάνω - αύξησα or ηύξησα
This change is very common for the ε- (and you are advised to use it even in everyday speech) but rare for the α- (and using it makes the speech sound more refined and formal.)
For verbs that consist of a preposition and a verb, the rules above apply for its verb part.
διακόπτω = δια+κόπτω -> δια+έκοψα = διέκοψα
προσαυξάνω = προς+αυξάνω -> προς+αύξησα or προς+ηύξησα = προσαύξησα or προσηύξησα.
The verb "to BE ήμουν I was ήσουν...you were ήταν ...he/she/it was ήμαστε ...we were ήσαστε..you were (plural and formal) ήταν...they were
|Ενεστώτας|Αόριστος|Ενεστώτας|Αόριστος|
|-|||| είμαι |ήμουν |ανεβαίνω|ανέβηκα|λέω|έλεγα| |κατεβαίνω|κατέβηκα|πίνω|ήπια| |βρίσκω|βρήκα|θέλω|θέλησα| |μπαίνω|μπήκα|τρώω|έφαγα| |βγαίνω|βγήκα |παίρνω|πήρα| |πηγαίνω|πήγα|μεθώ|μέθυσα| |μένω|έμεινα|φεύγω|έφυγα| |πλένω|έπλυνα|αθροίζω|άθροισα| |βλέπω|είδα|ντύνω|έντυσα|
Ενεστώτας | Αόριστος |
---|---|
(εγώ) τρώω | (εγώ) έφαγα |
(εσύ) τρως | (εσύ) έφαγες |
(αυτός/αυτή/αυτό) τρώει | (αυτός/αυτή/αυτό) έφαγε |
(εμείς) τρώμε | (εμείς) φάγαμε |
(εσείς) τρώτε | (εσείς) φαγατε |
(αυτοί/αυτές/αυτά) τρώνε | (αυτοί/αυτές/αυτά) φάγανε/έφαγαν |
Ενεστώτας | Αόριστος |
---|---|
(εγώ) μιλάω | (εγώ) μίλησα |
(εσύ) μιλάς | (εσύ) μίλησες |
(αυτός/αυτή/αυτό) μιλά/μιλάει | (αυτός/αυτή/αυτό) μίλησε |
(εμείς) μιλάμε | (εμείς) μιλήσαμε |
(εσείς) μιλάτε | (εσείς) μιλήσατε |
(αυτοί/αυτές/αυτά) μιλούν/μιλάνε | (αυτοί/αυτές/αυτά) μίλησαν/μιλήσανε |
Present Perfect (Παρακείμενος) is the tense that connects the past with the present, used for:
an action or event completed in the past - the result of which is detectable in the present
an action that happened at an indefinite time in the past
an action repeated in the past
past experiences
Formation:
The Present Perfect (Παρακείμενος) is formed by:
the auxiliary verb έχω (have) in its present form
the infinitive of the past tense* of the verb ending in -ει.
*The infinitive used in Past Subjunctive.
Πρόσωπο | Παρακείμενος |
---|---|
εγώ | έχω διαβάσει |
εσύ | έχεις διαβάσει |
αυτός/αυτή/αυτό | έχει διαβάσει |
εμείς | έχουμε διαβάσει |
εσείς | έχετε διαβάσει |
αυτοί/αυτές/αυτά | έχουν διαβάσει |
Πρόσωπο | Παρακείμενος |
---|---|
εγώ | έχω έρθει |
εσύ | έχεις έρθει |
αυτός/αυτή/αυτό | έχει έρθει |
εμείς | έχουμε έρθει |
εσείς | έχετε έρθει |
αυτοί/αυτές/αυτά | έχουν έρθει |
Αυτό το ζευγάρι παπούτσια έχει ήδη αγοραστεί. - This pair of shoes has already been bought.
Έχω ήδη ξυπνήσει! - I have already woken up!
Το συνέδριο δεν έχει αρχίσει ακόμη. - The meeting hasn’t started yet. Δεν έχω πάει ποτέ στην Γαλλία - I have never been to France.
Έχουμε πάει στην Αθήνα 3 φορές - We have been to Athens 6 times.
Έχεις φάει ποτέ παγωτό ανανά; - Have you ever eaten pineapple icecream?
Δεν έχει συμβεί τίποτα μέχρι τώρα - Nothing has happened until now.
Δεν έχω δει την Μαρία εδώ και δύο μήνες. - I haven’t seen Mary for two months now.
Greek | English | Greek | English |
---|---|---|---|
άτομο | individual/person | νεολαία | youth |
άνθρωπος | human/person | κουλτούρα | culture |
πολίτης | citizen | κύριος | sir/mr |
φίλος | friend/boyfriend | κυρία | madam/mrs |
φίλη | friend/girlfriend | γέρος | old man |
κολλητός/κολλητή | best friend | γριά | old woman |
εχθρός | enemy | σχέση | relationship |
θύμα | victim | ηλικιωμένος | old person |
πληθυσμός | population | λαός | people |
ζευγάρι | couple | εργένης | bachelor |
Note: Proparoxytone -> Accented on the third-to-last syllable/antepenult
Paroxytone -> Accented on the second-to-last syllable/penult
Oxytone -> Accented on the last syllable/ultima
The vocative case is the case for a noun or adjective used:
(1) for identifying a person, animal, object, etc. being addressed,
(2) for making exclamatory remarks, or
(3) in apposition to another vocative.
A vocative is grammatically independent from the sentence with which it is placed. It does not serve the grammatical role of a subject, direct object or any other part of the actual sentence structure.
exp. I don’t know Mary - Δεν ξέρω την Μαρία (Μαρία as a direct object of the verb ‘ξέρω.’)
BUT I don't know, Mary - Δεν ξέρω, Μαρία. (Mαρία as a vocative expression that indicates the party being addressed)
For masculine singular:
exp. δάσκαλος - δάσκαλε, όμορφος - όμορφε, κύριος -κύριε, άνθρωπος - άνθρωπε
!First and last names follow this rule.
exp. Αλέξανδρος - Aλέξανδρε, Φίλιππος - Φίλιππε
exp. λύκος - λύκε, αστυνόμος - αστυνόμε, αθώος- αθώε
!First and last names do not follow this rule, and form vocative in -o.
exp. Γιώργος - Γιώργο, Πέτρος - Πέτρο, Μάρκος - Μάρκο
exp. στρατηγός - στρατηγέ, καλός - καλέ, φρουρός - φρουρέ, νεαρός - νεαρέ
!First and last names do not follow this rule, and form vocative in -o.
exp. πυροσβέστης-πυροσβέστη, but συνταγματάρχης - συνταγματάρχα, λυκειάρχης -λυκειάρχα
!First and last names do not follow this rule, and form vocative in -η.
exp. Γιάννης - Γιάννη, Σταμάτης - Σταμάτη
exp. μαθητής-μαθητή, but διευθυντής - διευθυντά, καθηγητής - καθηγητά, διοικητής- διοικητά
!First and last names do not follow this rule, and form vocative in -η.
(Note: The vocative in -α is formal, and commonly used in formal occasions.)
!First and last names follow this rule.
exp. Οδυσσέας - Οδυσσέα, Ορφέας - Ορφέα
For masculine plural: Vocative is the same as Nominative.
For feminine singular and plural : Vocative is the same as Nominative.
For neuter singular and plural: Vocative is the same as Nominative.
Usage Examples:
Μάλιστα κύριε! - Yes, sir!
Πού πας νεαρέ; - Where are you going, young man?
Καθηγητά, έχω μία ερώτηση - Professor, I have a question.
Ω Θεέ μου! - Oh my God!
Καλή προσπάθεια, φίλε μου - Good try, my friend.
The imperative mood (Προστακτική) expresses command.
It is used in the 2nd person singular and plural.
It can be Present (Προστακτική Ενεστώτα), Past (Προστακτική Αορίστου) and Present Perfect* (Προστακτική Παρακειμένου)
*not included in the course.
Present Imperative expresses duration or repetition of the action.
The Present Imperative is formed by:
The stem of the verb it its Simple Present form
The endings ε/ετε, α/ατε, or α/είτε after the stem of the verb
The particle μη(ν) + the subjunctive form of the verb (in 2nd singular or plural), for prohibitive usage.
Formation Example:
For verbs that end in -ω, use the endings -ε, -ετε.
For verbs that end in -ώ, use the endings -α, -ατε or -α, είτε.
For the verb γράφω: γράφ+ε, γράφ+ετε -> γράφε, γράφετε
For the verb αγαπώ: αγάπ-α, αγαπ-άτε -> αγάπα, αγαπάτε
For the verb τηλεφωνώ: τηλεφών-α, τηλεφων-είτε -> τηλεφώνα, τηλεφωνείτε
Usage Examples:
Γράφε/Γράφετε πιο γρήγορα. - Write faster.
Μίλα/Μιλάτε πιο καθαρά. - Speak clearer.
Τρώγε/Τρώτε πιο αργά. - Eat more slowly.
Past Imperative expresses non-continuation. The action is not ongoing, or the speaker is not interested in its duration.
The Past Imperative is formed by:
The stem of the verb it its Simple Past form
The endings -ε/-ες or -τε/είτε, -α or /-ήστε/-ήξτε/-άστε, after the stem of the verb
Formation Example:
For verbs that end in -ω, use the endings -ε/-ες, -τε.
For verbs that end in -ώ, use the endings -α,/-ήστε/-ήξτε/-άτε/-άστε.
For the verb γράφω: γράψ-ε, γράψ-τε -> γράψε, γράψτε
For the verb μπαίνω: μπ-ες, μπ-είτε -> μπες, μπείτε
For the verb κόβω: κόψ-ε, κόψ-τε -> κόψε, κόψτε
For the verb μιλώ: μίλ-α, μιλ-ήστε -> μίλα, μιλήστε
For the verb περνώ: πέρ-ασε/πέρν-α, περ-άστε -> πέρασε/πέρνα, περάστε
For the verb πηδώ: πήδ-α, πηδ-ήξτε ->πήδα, πηδήξτε
Usage Examples:
Μίλα/Μιλήστε μου! - Talk to me!
Πήγαινε/Πηγαίνετε/Πάνε/Πάτε για ύπνο, είναι αργά. - Go to sleep, it’s late.
Περίμενε/Περιμένετέ με, έρχομαι! - Wait for me, I’m coming!
Γράψε/Γράψτε τον αριθμό του τηλεφώνου σου/σας. - Write your phone number (down).
The subjunctive mood (Υποτακτική) presents the action or the event as something wanted or expected.
It indicates what the subject of the verb wants, can, may, must do or is expecting to do. And may be similar to the English Infinitive.
It is often used after verbs like θέλω (want), μπορώ (can, may), πρέπει (must), ελπίζω (hope), σκέφτομαι (think of), εύχομαι (wish) etc. .
It can be Present (Υποτακτική Ενεστώτα), Past (Υποτακτική Aορίστου) and Present Perfect (Υποτακτική Παρακειμένου).
It is preceded by the particles να, για να, όταν, πριν, αν, άµα, ας, μη(ν), etc.
It is used to show continuation (Ρresent Subjunctive) or non-continuation (Past Subjunctive) of the action and not the time aspect (present, past, future).
The subjunctive of the Simple Past (Υποτακτική Αορίστου) expresses non-continuation. Τhe action expressed by the verb is not ongoing or the speaker is not interested in the duration of the action.
The Past Subjunctive (for active verbs) is formed by:
The stem of the active verb in the Simple Past form
The endings -ω, -εις, -ει, -ουμε, -ετε, -ουν after the stem of the verb
The particles να, για να, όταν, πριν, αν, άµα, ας … etc. before the verb or
The particle μη(ν), for prohibitive usage.
Formation Example:
For the verb διαβάζω (read): να + διαβασ- + -ω -> να διαβάσω
!If the verb gets an extra ε in its simple past form, make sure not to include it.
For the verb γράφεις (write): να + γραψ- + -εις -> να γράψεις
Πρόσωπο | Αόριστος | Υποτ. Αορίστου | Αόριστος | Υποτ. Αορίστου |
---|---|---|---|---|
εγώ | έγραψα | να γράψω | διάβασα | να διαβάσω |
εσύ | έγραψες | να γράψεις | διάβασες | να διαβάσεις |
αυτός/αυτή/αυτό | έγραψε | να γράφει | διάβασε | να διαβάσει |
εμείς | γράψαμε | να γράψουμε | διαβάσαμε | να διαβάσουμε |
εσείς | γράψατε | να γράψετε | διαβάσατε | να διαβάσετε |
αυτοί/αυτές/αυτά | έγραψαν | να γράψουν | διάβασαν | να διαβάσουν |
Πρέπει να τον πάρω τηλέφωνο - I have to call him.
Μπορείς να το κρατήσεις αν θέλεις. - You can keep it if you want to.
Θέλεις να μου πεις κάτι; - Do you want to tell me something?
Καλύτερα να μείνετε εδώ. - You better stay here.
Θα κάτσουμε εδώ για να διαβάσουμε - We will sit here to read.
Ελπίζω να μην τα έχασαν - I hope they didn’t lose them.
Μην της το δώσεις! - Don’t give it to her!
Χρειάζομαι ένα στυλό για να γράψω - I need a pen to write.
Μην σκοτώσεις την αράχνη. - Don’t kill the spider.
Past Perfect (Υπερσυντέλικος) is used to describe an action or event that occurred in the past. The action described by the verb in Past Perfect was completed before another past action or a certain time.
Formation:
The Past Perfect (Υπερσυντέλικος) is formed by:
the auxiliary verb έχω (have) in its past form
the infinitive of the past tense* of the verb ending in -ει.
*The infinitive used in Past Subjunctive.
Πρόσωπο | Υπερσυντέλικος |
---|---|
εγώ | είχα διαβάσει |
εσύ | είχες διαβάσει |
αυτός/αυτή/αυτό | είχε διαβάσει |
εμείς | είχαμε διαβάσει |
εσείς | είχατε διαβάσει |
αυτοί/αυτές/αυτά | είχαν διαβάσει |
Πρόσωπο | Υπερσυντέλικος |
---|---|
εγώ | είχα έρθει |
εσύ | είχες έρθει |
αυτός/αυτή/αυτό | είχε έρθει |
εμείς | είχαμε έρθει |
εσείς | είχατε έρθει |
αυτοί/αυτές/αυτά | είχαν έρθει |
Εκείνη την μέρα είχα φάει υπερβολικά πολύ. - That day I had eaten too much.
Είχε ήδη φύγει όταν πήγες σπίτι. - She had already left when you went home.
Όταν φτάσαμε στο χωριό, είχε ήδη ξεκινήσει να βρέχει. - When we arrived at the village, it had already started to rain.
Είχα ήδη τελειώσει την εργασία μου όταν με πήρες τηλέφωνο. - I had already finished my homework when you called me.
Είχα μείνει εκεί ως τις 11. - I had stayed there until 11’o clock.
Τα παιδιά είχαν κοιμηθεί πριν τις 9. - The children had slept before 9 o’clock.
Τον αναγνώρισα γιατί τον είχα δει στην τηλεόραση. - I recognized him because I’d seen him on TV.
The reflexive pronouns (αυτοπαθείς αντωνυμίες) are formed by the noun εαυτός (self) -accompanied by the article in the appropriate case- and the weak types of the personal pronouns (μου, σου, του, της, μας, σας, τους etc).
exp. o εαυτός μου (myself), οι εαυτοί τους(theirselves)
They are used when the action of the subject goes back to the subject itself.
They are used in the genitive and the accusative case (γενική and αιτιατική).
They can be used in the nominative case (ονομαστική) emphatically.
exp. Το μόνο που σκέφτεσαι είναι ο εαυτός σου! - The only one you think about is yourself!
Case | Singular | Plural |
---|---|---|
Nomιnative | (ο) εαυτός | (οι) εαυτοί |
Genitive | (του) εαυτού | (των) εαυτών |
Accusative | (τον) εαυτό | (τους) εαυτούς |
Usage Examples:
Προσέχω τον εαυτό μου - I look after myself.
Πρέπει να βρεις χρόνο για τον εαυτό σου. - You have to find time for yourself.
Κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη. - She looked at herself in the mirror.
Είναι κομμάτι του εαυτού του. - It’s a part of himself/him.
Περιγράψτε τους εαυτούς σας. - Describe yourselves.
Θα προστατεύσουμε τους εαυτούς μας! - We will protect ourselves!
Δεν προσπάθησαν να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους. - They didn’t try to defend themselves.
The definite pronouns (οριστικές αντωνυμίες) are:
exp. ο ίδιος (himself), η ίδια (herself), but εγώ ο ίδιος (I myself)
exp. μόνος μου ((by) myself), μόνοι μας ((by) ourselves)
They are used to make something or someone distinct from all the others of the same kind.
(Note: While these pronouns are considered to be reflexive in English, they are actually in two seperate categories in Greek. They do express reflexiveness.)
Case | Sing. Masc. | Sing. Fem. | Sing. Neut. | Plur. Masc. | Plur. Fem. | Plur. Neut. |
---|---|---|---|---|---|---|
Nomιnative | (ο) ίδιος | (η) ίδια | (το) ίδιο | (οι) ίδιοι | (οι) ίδιες | (τα) ίδια |
Genitive | (του) ίδιου | (της) ίδιας | (του) ίδιου | (των) ίδιων | (των) ίδιων | (των) ίδιων |
Accusative | (τον) ίδιο | (την) ίδια | (το) ίδιο | (τους) ίδιους | (τις) ίδιες | (τα) ίδια |
Case | Sing. Masc. | Sing. Fem. | Sing. Neut. | Plur. Masc. | Plur. Fem. | Plur. Neut. |
---|---|---|---|---|---|---|
Nomιnative | (ο) μόνος | (η) μόνη | (το) μόνο | (οι) μόνοι | (οι) μόνες | (τα) μόνα |
Genitive | (του) μόνου | (της) μόνης | (του) μόνου | (των) μόνων | (των) μόνων | (των) μόνων |
Accusative | (τον) μόνο | (την) μόνη | (το) μόνο | (τους) μόνους | (τις) μόνες | (τα) μόνα |
Usage examples:
Το έγραψε ο ίδιος. - He wrote it himself.
Παρέλαβε η ίδια το πακέτο. - She received the package herself.
Αυτό σου το είπαν οι ίδιοι; -Did they tell you that themselves?
Η ίδια η Μαρία πρότεινε να βγούμε έξω. - Mary herself suggested that we go out.
Αυτό το έκανα μόνος μου. - Ι did this myself.
Δες και μόνος σου! - See for yourself!
Γιατί την άφησες να πάει σπίτι μόνη της; - Why did you let her go home by herself?
Κάθονται εκεί πέρα μόνοι τους. - They are sitting over there by themselves.
Present participles (Mετοχές Ενεργητικού Ενεστώτα) can either be used as:
Adverbs or
Adjectives
τραγουδ-ώ - τραγουδώντας (singing)
προσπαθ-ώ - προσπαθώντας (trying)
περπατ-ώ - περπατώντας (walking)
ρωτ-ώ - ρωτώντας (asking)
μιλ-ώ - μιλώντας (speaking)
πετ-ώ - πετώντας (flying)
γελ-ώ - γελώντας (laughing)
αναπολ-ώ - αναπολώντας (looking back, reminiscing)
αναζητ-ώ - αναζητώντας (searching for)
Usage examples:
Περπατώντας στον δρόμο, είδα την μητέρα σου - While walking on the street, I saw your mother.
Τα χελιδόνια ταξιδεύουν, πετώντας από την μία χώρα στην άλλη - The swallows travel, flying from one country to another.
Ρωτώντας, μαθαίνεις πάντα περισσότερα - When you ask/By asking, you always learn more.
Τον κοίταξε χαμογελώντας - She looked at him, smiling.
τρέχ-ω - τρέχοντας (running)
παίζ-ω - παίζοντας (playing)
κάν-ω - κάνοντας (doing)
ανεβαίν-ω - ανεβαίνοντας (getting up)
κατεβαίν-ω - κατεβαίνοντας (getting down)
πηγαίν-ω - πηγαίνοντας (going)
ψάχν-ω - ψάχνοντας (searching/looking for)
διαβάζ-ω - διαβάζοντας (reading)
γράφω - γράφοντας (writing)
Usage Examples:
Έφυγε από το σπίτι τρέχοντας. - She left the house running.
Ηρεμώ ακούγοντας κλασική μουσική. - I relax (while) listening to classical music.
Περάσαμε την νύχτα βλέποντας ταινίες - We spent the night watching films.
Βλέποντας και κάνοντας - lit. Seeing and doing (Seeing how things turn out, and then acting accordingly.)
!The participle όντας (being) is the participle of the verb είμαι (be). It’s an exception, as it doesn’t belong to any of the two categories mentioned above.
Επέστρεψε, όντας πιο έτοιμος από ποτέ. - He returned, being readier than ever.
Όντας έμπειρος δικηγόρος, κέρδισε την δίκη. - Being an experienced lawyer, he won the trial.
Όντας αισιόδοξος, πάντα ελπίζεις για το καλύτερο. - (By) Being optimistic, you always hope for the best.
Δεν ήπιε αλκοόλ, όντας ακόμη ανήλικος - He didn’t drink alcohol, as he’s still an underage.
Are forms of active verbs that decline
Have an adjectival function
They could be:
Paroxytone (ενδιαφέρων, -ουσα, -ον)
Oxytone (παρών, -ούσα, -όν, ομιλών,-ούσα, -ούν)
Case | Sing. Masc. | Sing. Fem. | Sing. Neut. | Pl. Masc. | Pl. Fem. | Pl. Neut. |
---|---|---|---|---|---|---|
Nom | (ο) τρέχων | (η) τρέχουσα | (το) τρέχον | (οι) τρέχοντες | (οι) τρέχουσες | (τα) τρέχοντα |
Gen | (του) τρέχοντος | (της) τρέχουσας | (του) τρέχοντος | (των) τρεχόντων | (των) τρεχουσών | (των) τρεχόντων |
Acc | (τον) τρέχοντα | (την) τρέχουσα | (το) τρέχον | (τους) τρέχοντες | (τις) τρέχουσες | (τα) τρέχοντα |
Case | Sing. Masc. | Sing. Fem. | Sing. Neut. | Pl. Masc. | Pl. Fem. | Pl. Neut. |
---|---|---|---|---|---|---|
Nom | (ο) ομιλών | (η) ομιλούσα | (το) ομιλούν | (οι) ομιλούντες | (οι) ομιλούσες | (τα) ομιλούντα |
Gen | (του) ομιλούντος | (της) ομιλούσας | (του) ομιλούντος | (των) ομιλούντων | (των) ομιλουσών | (των) ομιλούντων |
Acc | (τον) ομιλούντα | (την) ομιλούσα | (το) ομιλούν | (τους) ομιλούντες | (τις) ομιλούσες | (τα) ομιλούντα |
Case | Sing. Masc. | Sing. Fem. | Sing. Neut. | Pl. Masc. | Pl. Fem. | Pl. Neut. |
---|---|---|---|---|---|---|
Nom | (ο) παρών | (η) παρούσα | (το) παρόν | (οι) παρόντες | (οι) παρούσες | (τα) παρόντα |
Gen | (του) παρόντος | (της) παρούσης | (του) παρόντος | (των) παρόντων | (των) παρουσών | (των) παρόντων |
Acc | (τον) παρόντα | (την) παρούσα | (το) παρόν | (τους) παρόντες | (τις) παρούσες | (τα) παρόντα |
Greek | English | Greek | English |
---|---|---|---|
άτομο | individual/person | νεολαία | youth |
άνθρωπος | human/person | κουλτούρα | culture |
πολίτης | citizen | κύριος | sir/mr |
φίλος | friend/boyfriend | κυρία | madam/mrs |
φίλη | friend/girlfriend | γέρος | old man |
κολλητός/κολλητή | best friend | γριά | old woman |
εχθρός | enemy | σχέση | relationship |
θύμα | victim | ηλικιωμένος | old person |
πληθυσμός | population | λαός | people |
ζευγάρι | couple | εργένης | bachelor |
Note: Proparoxytone -> Accented on the third-to-last syllable/antepenult
Paroxytone -> Accented on the second-to-last syllable/penult
Oxytone -> Accented on the last syllable/ultima
The vocative case is the case for a noun or adjective used:
(1) for identifying a person, animal, object, etc. being addressed,
(2) for making exclamatory remarks, or
(3) in apposition to another vocative.
A vocative is grammatically independent from the sentence with which it is placed. It does not serve the grammatical role of a subject, direct object or any other part of the actual sentence structure.
exp. I don’t know Mary - Δεν ξέρω την Μαρία (Μαρία as a direct object of the verb ‘ξέρω.’)
BUT I don't know, Mary - Δεν ξέρω, Μαρία. (Mαρία as a vocative expression that indicates the party being addressed)
For masculine singular:
exp. δάσκαλος - δάσκαλε, όμορφος - όμορφε, κύριος -κύριε, άνθρωπος - άνθρωπε
!First and last names follow this rule.
exp. Αλέξανδρος - Aλέξανδρε, Φίλιππος - Φίλιππε
exp. λύκος - λύκε, αστυνόμος - αστυνόμε, αθώος- αθώε
!First and last names do not follow this rule, and form vocative in -o.
exp. Γιώργος - Γιώργο, Πέτρος - Πέτρο, Μάρκος - Μάρκο
exp. στρατηγός - στρατηγέ, καλός - καλέ, φρουρός - φρουρέ, νεαρός - νεαρέ
!First and last names do not follow this rule, and form vocative in -o.
exp. πυροσβέστης-πυροσβέστη, but συνταγματάρχης - συνταγματάρχα, λυκειάρχης -λυκειάρχα
!First and last names do not follow this rule, and form vocative in -η.
exp. Γιάννης - Γιάννη, Σταμάτης - Σταμάτη
exp. μαθητής-μαθητή, but διευθυντής - διευθυντά, καθηγητής - καθηγητά, διοικητής- διοικητά
!First and last names do not follow this rule, and form vocative in -η.
(Note: The vocative in -α is formal, and commonly used in formal occasions.)
!First and last names follow this rule.
exp. Οδυσσέας - Οδυσσέα, Ορφέας - Ορφέα
For masculine plural: Vocative is the same as Nominative.
For feminine singular and plural : Vocative is the same as Nominative.
For neuter singular and plural: Vocative is the same as Nominative.
Usage Examples:
Μάλιστα κύριε! - Yes, sir!
Πού πας νεαρέ; - Where are you going, young man?
Καθηγητά, έχω μία ερώτηση - Professor, I have a question.
Ω Θεέ μου! - Oh my God!
Καλή προσπάθεια, φίλε μου - Good try, my friend.
The Passive Voice is not used in Greek as commonly as in other languages. It is mainly used when we want to emphasize on the action.
Ενεργητική Φωνή (Active Voice)
Εγώ γράφω ένα βιβλίο - I write a book / I am writing a book
Παθητική φωνή (Passive Voice)
Ένα βιβλίο γράφεται (από εμένα) - A book is written (by me) / A book is being written (by me)
Ενεργητική Φωνή (Active Voice)
Εγώ έγραφα ένα βιβλίο - I was writing a book
Παθητική Φωνή (Passive Voice)
Ένα βιβλίο γραφόταν (από εμένα) - A book was being written (by me)
Ενεργητική Φωνή (Active Voice)
Εγώ έγραψα ένα βιβλίο - I wrote a book
Παθητική Φωνή (Passive Voice)
Ένα βιβλίο γράφτηκε (από εμένα) - A book was written (by me)
Ενεργητική Φωνή (Active Voice)
Εγώ θα γράφω ένα βιβλίο - I will be writing a book
Παθητική Φωνή (Passive Voice)
Ένα βιβλίο θα γράφεται (από εμένα) - A book will being written (by me)
Ενεργητική Φωνή (Active Voice)
Εγώ θα γράψω ένα βιβλίο - I will write a book
Παθητική Φωνή (Passive Voice)
Ένα βιβλίο θα γραφτεί (από εμένα) - A book will be written (by me)
Ενεργητική Φωνή (Active Voice)
Εγώ έχω γράψει ένα βιβλίο - I have written a book
Παθητική Φωνή (Passive Voice)
Ένα βιβλίο έχει γραφθεί (από εμένα) - A book has been written (by me)
Ενεργητική Φωνή (Active Voice)
Εγώ είχα γράψει ένα βιβλίο - I had written a book.
Παθητική Φωνή (Passive Voice)
Ένα βιβλίο είχε γραφθεί (από εμένα) - A book had been written (by me)
Ενεργητική Φωνή (Active Voice)
Εγώ θα έχω γράψει ένα βιβλίο - I will have written a book
Παθητική Φωνή (Passive Voice)
Ένα βιβλίο θα έχει γραφθεί (από εμένα) - A book will have been written (by me)
The gerund, as in a verb that acts like a noun, is usually expressed as "the [fact] that I/you/he ...", i.e. you have to choose a person.
You can't just say "Smoking is harmful" but you have to say Το να καπνίζεις βλάπτει την υγεία σου "The fact that you smoke harms your health" or Το να καπνίζει κανείς βλάπτει την υγεία του "The fact that someone smokes harms his health".
So here, it's το να + verb.
Sometimes the το is not needed, e.g. Μου αρέσει [το] να κολυμπάω "I like swimming = I like [the fact] that I swim".
And in case you were asking about the present participle (which, by coincidence, looks like the gerund in English):
As an adverb, it's the unchangeable -οντας/-ώντας, e.g. Ήρθε στο δωμάτο τραγουδώντας "He/She came into the room singing".
Greek doesn't have continuous tenses, so there's no direct equivalent of "I am singing" or "He was playing".
Adverbs are indeclinable words.
-They can modify a verb, an adjective, another adverb or a whole sentence.
-They indicate place, time, manner, etc.
Greek | English | Greek | English |
---|---|---|---|
σήμερα | today | σύντομα | soon |
αύριο | tomorrow | ήδη | already |
χθες | yesterday | ακόμα | still/yet |
μεθαύριο | the day after tomorrow | πότε | when |
προχθές | the day before yesterday | τότε | then |
απόψε | tonight | πριν | before/ago |
τώρα | now | μετά | after |
αργά | late | αργότερα | later |
νωρίς | early | πρόσφατα | recently |
κάποτε | once/sometime | φέτος | this year |
άλλοτε | once/another time | πέρ(υ)σι | last year |
επιτέλους | finally | αμέσως | immediately |
όποτε/οποτεδήποτε | whenever | τελευταία | lately |
όλο | constantly/all the time | όλη την ώρα | all the time |
Greek | English |
---|---|
εδώ | here |
εκεί | there |
πού | where |
μέσα | inside |
έξω | outside |
παντού | everywhere |
οπουδήποτε | anywhere |
πουθενά | nowhere |
Greek | English |
---|---|
πώς | how |
όπως | however |
έτσι | like so/so |
αλλιώς | otherwise |
κάπως | somehow |
μαζί | together |
χώρια/χωριστά | seperately |
Greek | English |
---|---|
πάντα | always |
ποτέ | never/ever |
σπάνια | rarely |
συχνά | often |
μερικές φορές | sometimes |
μία φορά | once |
δύο φορές/ δις | twice |
κάθε μέρα | every day |
Greek | English |
---|---|
πόσο | how much |
όσο | however much |
τόσο | this much/so much |
λίγο | a little |
πολύ | much |
αρκετά | enough |
περίπου | about |
σχεδόν | almost |
περισσότερο | more |
λιγότερο | less |
πάνω κάτω | give or take |
Greek | English |
---|---|
ευτυχώς | fortunately |
δυστυχώς | unfortunately |
σίγουρα | certainly |
πραγματικά | really |
ειλικρινά | honestly |
ίσως | maybe |
τελικά | eventually |
Adverbs ending in -α are formed by:
-Adjectives ending in -ος, -η, -ο
όμορφος - όμορφα, καλός - καλά, ξαφνικός - ξαφνικά
-Adjectives ending in -ος, -ιά, -ο
γλυκός - γλυκά, ωραίος - ωραία, τελευταίος - τελευταία
-Αdjectives ending in -ύς, -ά, -ύ
βαθύς - βαθιά, μακρύς - μακριά, πλατύς - πλατιά
-Past participles
δικαιολογημένος - δικαιολογημένα, συγκεκριμένος - συγκεκριμένα, μπερδεμένος - μπερδεμένα
Adverbs ending in -ως are formed by:
-Adjectives ending in -ης, -ης, -ες
ακριβής - ακριβώς, διεθνής - διεθνώς, προφανής - προφανώς
-Adjectives ending in -ων, -ούσα, -ον
επείγων - επειγόντως, παρεμπτίπτων - περεμπιτπόντως, δέων - δεόντως
-Adjectives ending in -ος and past participles
αδιάκριτος - αδιακρίτως, αεροπορικός - αεροπορικώς, κύριος -κυρίως
Adverbs ending in -έως are formed by:
-Adjectives in ending in -ύς, -εία, -ύ
ευθύς - ευθέως, ταχύς - ταχέως, ευρύς - ευρέως
(Note:Τhese adjectives are not too commonly used.)
!There are a lot of adjectives that form adverbs both in -ως and -α. The forms that end in -α are usually more commonly used that the forms of -ω. Some of these pairs do have the same meaning.
exp. κλινικά/κλινικώς, απόλυτα/απολύτως, βέβαια/βεβαίως, αιώνια/αιωνίως, μάταια/ματαίως, τελικά/τελικώς, τυχαία/τυχαίως
However, there are also pairs that have different meanings.
exp. εκτάκτως -> without planning in advance BUT έκτακτα -> great
ιδιαιτέρως -> privately BUT ιδιαίτερα -> a lot, much
ευχαρίστως -> with pleasure BUT ευχάριστα -> nicely
αμέσως -> instantly BUT άμεσα -> directly
Used for an action or event that will take place in the future, with emphasis on its duration or repetition.
Formation:
The Future Continuous (Εξακολουθητικός Μέλλοντας) is formed by:
The particle θα (will, shall)
The verb in its present form
Πρόσωπο | Ενεστώτας | Εξ. Μέλλοντας |
---|---|---|
εγώ | διαβάζω | θα διαβάζω |
εσύ | διαβάζεις | θα διαβάζεις |
αυτός/αυτή/αυτό | διαβάζει | θα διαβάζει |
εμείς | διαβάζουμε | θα διαβάζουμε |
εσείς | διαβάζετε | θα διαβάζετε |
αυτοί/αυτές/αυτά | διαβάζουν | θα διαβάζουν |
Πρόσωπο | Ενεστώτας | Εξ. Μέλλοντας |
---|---|---|
εγώ | πηγαίνω | θα πηγαίνω |
εσύ | πηγαίνεις | θα πηγαίνεις |
αυτός/αυτή/αυτό | πηγαίνει | θα πηγαίνει |
εμείς | πηγαίνουμε | θα πηγαίνουμε |
εσείς | πηγαίνετε | θα πηγαίνετε |
αυτοί/αυτές/αυτά | πηγαίνουν | θα πηγαίνουν |
Θα είναι στην Αθήνα για τρεις μέρες. - She/He will be in Athens for three days.
Θα ξυπνάω νωρίς το πρωί. - I’ll be waking up early in the morning.
Θα σας επισκεπτόμαστε συχνά. - We’ll be visiting you often.
Αύριο θα διαβάζουν όλη μέρα. - Tomorrow they’ll be studying all day.
Θα πίνω περισσότερο νερό. - I’ll be drinking more water.
Θα δουλεύω το επόμενο Σαββατοκύριακο - I’ll be working next weekend.
For Nationalities: name of the country + the suffixes -ος/-ίδα, -ός/ή, -έζος/-έζα
The adjective used for nationality (exclusively used for people) has only two genders (masculine and feminine).
!Nationalities in English ending in -ish or -ian usually fall into this category.
!Exceptions: Ελλάδα-Έλληνας-Έλληνίδα, Αραβία-Άραβας-Αράβισσα, Συρία-Σύριος-Σύρια
!Nationalities in English ending in -an usually fall into this category.
!Nationalities in English ending in -ese usually fall into this category.
For Origin: name of the country + the suffixes -ικός/-ική/-ικό or -έζικος/-έζικη/-έζικο
The adjective used for origin (used for everything except for people) has all genders.
Nationalities that end in -ος/-ίδα, ός/ή or -ανός/-ανή form the origin in -ικός/-ική/-ικό or -ανικός/-ανική/-ανικό
Nationalities that end in -έζος/έζα form the origin in -έζικος/-έζικη/-έζικο
For Language: name of the country + -ικά, οr -έζικα
The language is always in neuter plural
Origins that end in -ικός/-ική/-ικό or -ανικός/-ανική/-ανικό form the language in -ικά
Origins that end in -έζικος/-έζικη/-έζικο form the language in -ικά
Χώρα (Country) | Εθνικότητα (Nationality) | Προέλευση (Origin) | Γλώσσα (Language) |
---|---|---|---|
Ελλάδα | Έλληνας/Ελληνίδα | Ελληνικός-ή-ό | Ελληνικά |
Γαλλία | Γάλλος/Γαλλίδα | Γαλλικός-ή-ό | Γαλλικά |
Γερμανία | Γερμανός/Γερμανίδα | Γερμανικός-ή-ό | Γερμανικά |
Ιταλία | Ιταλός/Ιταλίδα | Ιταλικός-ή-ό | Ιταλικά |
Ισπανία | Ισπανός/Ισπανίδα | Ισπανικός-ή-ό | Ισπανικά |
Ρωσία | Ρώσος/Ρωσίδα | Ρώσικος-η-ο | Ρώσικα |
Τουρκία | Τούρκος/Τουρκάλα | Τούρκικος-η-ο | Τούρκικα |
Βραζιλία | Βραζιλιάνος/Βραζιλιάνα | Βραζιλιάνικος-η-ο | - |
Ιαπωνία | Ιάπωνας/Γιαπωνέζα | Ιαπωνικός-ή-ό | Ιαπωνικά |
Κίνα | Κινέζος/Κινέζα | Κινέζικος-η-ο | Κινέζικα |
Πορτογαλία | Πορτογάλος/Πορτογαλίδα | Πορτογαλικός-ή-ό | Πορτογαλικά |
Κύπρος | Κύπριος/Κύπρια | Κυπριακός-ή-ό | Κυπριακά |
Αγγλία | Άγγλος/Αγγλίδα | Αγγλικός-ή-ό | Αγγλικά |
Μεξικό | Μεξικάνος/Μεξικάνα | Μεξικάνικος-η-ο | - |
Ιρλανδία | Ιρλανδός/Ιρλανδή (ή Ιρλανδέζα) | Ιρλανδικός-ή-ό | Ιρλανδικά |
Ολλανδία | Ολλανδός/Ολλανδή(ή Ολλανδέζα) | Ολλανδικός-ή-ό | Ολλανδικά |
Κορέα | Κορεάτης/Κορεάτισσα | Κορεάτικος-η-ο | Κορεάτικα |
Ινδία | Ινδός/Ινδή | Ινδικός-ή-ό | Ινδικά |
Αίγυπτος | Αιγύπτιος/Αιγύπτια | Αιγυπτιακός-ή-ό | Αιγυπτιακά |
Ήπειρος (Continent) | Εθνικότητα (Nationality) | Προέλευση (Origin) |
---|---|---|
Αφρική | Αφρικανός/Αφρικανή | αφρικανικός-ή-ό |
Ασία | Ασιάτης/Ασιάτισσα | ασιατικός-ή-ό |
Ευρώπη | Ευρωπαίος/Ευρωπαία | ευρωπαϊκός-ή-ό |
Αμερική | Αμερικάνος/Αμερικάνα (ή Αμερικανός/Αμερικανή) | αμερικανικός-ή-ό (ή αμερικάνικος-η-ο) |
Αυστραλία | Αυστραλός/Αυστραλή (ή Αυστραλέζα) | αυστραλιανός-ή-ό |
See Tips & Notes for Verb: Past 1
The conjugation for the verb θα είμαι >I will be
Θα ειμαι = I will be
θα εισαι = you will be (singular)
θα ειναι = he, she or it will be
θα είμαστε = we will be
θα είσαστε = you will be (plural) (or θα είστε**)
θα είναι =they will be
You may if you want add the pronoun but it is not required for the meaning:
Εγώ Θα ειμαι = I will be
Εσή θα εισαι = you will be (singular)
Αυτός, Αυτή, Αυτό θα ειναι = he, she or it will be
Εμείς θα είμαστε = we will be
Εσείς θα είσαστε = you will be (plural) (or θα είστε**)
Αυτόι/ Αυτές/Αυτοί θα είναι =they will be
Adjectives follow gender distinction: masculine, feminine, neuter. They decline as nouns and can be divided into groups according to the endings of the nominative singular.
Adjectives belonging to a certain group decline the same way.
Adjectives have to agree with the noun’s number, gender and case.
Note: Proparoxytone -> Accented on the third-to-last syllable/antepenult
Paroxytone -> Accented on the second-to-last syllable/penult
Oxytone -> Accented on the last syllable/ultima
These adjectives are always oxytone.
Case | Sing. Masc. | Sing. Fem. | Sing. Neut. | Pl. Masc. | Pl. Fem. | Pl. Neut. |
---|---|---|---|---|---|---|
Nom | (ο) βαρύς | (η) βαριά | (το) βαρύ | (οι) βαριοί | (οι) βαριές | (τα) βαριά |
Gen | (του) βαριού/βαρύ | (της) βαριάς | (του) βαριού/βαρύ | (των) βαριών | (των) βαριών | (των) βαριών |
Acc | (τον) βαρύ | (την) βαριά | (το) βαρύ | (τους) βαριούς | (τις) βαριές | (τα) βαριά |
Note: The adjectives’ genitive cases for the masculine and neuter gender are not too easy and convenient to use.
Note: Several adjectives of this category have ending exceptions:
exp. ο θρασύς - του θρασ-ύ
ο ταχύς - του ταχ-έος (less commonly του ταχύ)
ο φαρδύς- του φαρδ-ύ
Usage examples:
Ο βαθύς, μπλε ωκεανός - The deep, blue ocean
Τα μανίκια του φαρδιού πουκάμισου - The wide shirt’s sleeves/The sleeves of the wide shirt.
To ταξίδι θα είναι μακρύ. - The journey will be long.
These adjectives could be:
Paroxytone (θυελλώδης, -ης, -ες)
Oxytone (διεθνής, -ής, -ές)
Case | Sing. Masc. | Sing. Fem. | Sing. Neut. | Pl. Masc. | Pl. Fem. | Pl. Neut. |
---|---|---|---|---|---|---|
Nom | (ο) θυελλώδης | (η) θυελλώδης | (το) θυελλώδες | (οι) θυελλώδεις | (οι) θυελλώδεις | (τα) θυελλώδη |
Gen | (του) θυελλώδους | (της) θυελλώδους | (του) θυελλώδους | (των) θυελλωδών | (των) θυελλωδών | (των) θυελλωδών |
Acc | (τον) θυελλώδη | (την) θυελλώδη | (το) θυελλώδες | (τους) θυελλώδεις | (τις) θυελλώδεις | (τα) θυελλώδη |
Case | Sing. Masc. | Sing. Fem. | Sing. Neut. | Pl. Masc. | Pl. Fem. | Pl. Neut. |
---|---|---|---|---|---|---|
Nom | (ο) διεθνής | (η) διεθνής | (το) διεθνές | (οι) διεθνείς | (οι) διεθνείς | (τα) διεθνή |
Gen | (του) διεθνούς | (της) διεθνούς | (του) διεθνούς | (των) διεθνών | (των) διεθνών | (των) διεθνών |
Acc | (τον) διεθνή | (την) διεθνή | (το) διεθνές | (τους) διεθνείς | (τις) διεθνείς | (τα) διεθνή |
Note: The endings for the masculine and feminine gender are exactly the same, both in singular and plural.
Usage examples:
Ο διεθνής τύπος - The international press
H καριέρα του δημοφιλούς ποδοσφαιριστή - The popular
footballer’s carreer/The career of the popular footballer.
Το παιδί σας είναι απόλυτα υγιές- Your child is perfectly healthy.
Τhese adjectives are always oxytone.
Case | Sing. Masc. | Sing. Fem. | Sing. Neut. | Pl. Masc. | Pl. Fem. | Pl. Neut. |
---|---|---|---|---|---|---|
Nom | (ο) δεξής | (η) δεξιά | (το) δεξί | (οι) δεξιοί | (οι) δεξιές | (τα) δεξιά |
Gen | (του) δεξή | (της) δεξιάς | (του) δεξιού | (των) δεξιών | (των) δεξιών | (των) δεξιών |
Acc | (τον) δεξή | (την) δεξιά | (το) δεξί | (τους) δεξιούς | (τις) δεξιές | (τα) δεξιά |
Note: The adjectives ending in -ής,-ιά,-ί usually declare color, and derive form the correspoding nouns, i.e. βυσσινής (βύσσινο), δεξής (δεξί), κανελής (κανέλα), καφετής (καφέ), πορτοκαλής (πορτοκάλι), χρυσαφής (χρυσός/χρυσάφι)
Usage examples:
O καφετής σκύλος - The brown dog
Οι πορτοκαλιές κάλτσες - The orange socks
Ο χρυσαφής θρόνος - The golden throne
These adjectives could be:
Paroxytone (ενδιαφέρων, -ουσα, -ον)
Oxytone (παρών, -ούσα, -όν)
Case | Sing. Masc. | Sing. Fem. | Sing. Neut. | Pl. Masc. | Pl. Fem. | Pl. Neut. |
---|---|---|---|---|---|---|
Nom | (ο) τρέχων | (η) τρέχουσα | (το) τρέχον | (οι) τρέχοντες | (οι) τρέχουσες | (τα) τρέχοντα |
Gen | (του) τρέχοντος | (της) τρέχουσας | (του) τρέχοντος | (των) τρεχόντων | (των) τρεχουσών | (των) τρεχόντων |
Acc | (τον) τρέχοντα | (την) τρέχουσα | (το) τρέχον | (τους) τρέχοντες | (τις) τρέχουσες | (τα) τρέχοντα |
Case | Sing. Masc. | Sing. Fem. | Sing. Neut. | Pl. Masc. | Pl. Fem. | Pl. Neut. |
---|---|---|---|---|---|---|
Nom | (ο) παρών | (η) παρούσα | (το) παρόν | (οι) παρόντες | (οι) παρούσες | (τα) παρόντα |
Gen | (του) παρόντος | (της) παρούσης | (του) παρόντος | (των) παρόντων | (των) παρουσών | (των) παρόντων |
Acc | (τον) παρόντα | (την) παρούσα | (το) παρόν | (τους) παρόντες | (τις) παρούσες | (τα) παρόντα |
!Keep in mind that these adjectives are considered to be participles, and derive from verbs.
As relative elements (αναφορικά στοιχεία) you can use:
(1) Τhe pronoun ο οποίος, η οποία, το οποίο.
(2) The conjunction που (does not decline.)
A Greek relative pronoun (αναφορική αντωνυμία) agrees with the number and gender of its antecedent, that is, with the noun to which it refers.
! In English, the relative pronoun is gender indefinite.
How to use: form of the article (ο,η,το) + form of the pronoun οποίος, οποία, οποίο.
!Remember! This pronoun is not the interrogative pronoun, which is used in a question. Rather, the relative pronoun is usually translated as the first word of a dependent clause called a relative clause.
!Remember! A clause has a subject and verb, like a sentence, but a dependent clause cannot function by itself as a sentence, because the completion of its thought depends on the rest of the sentence. And this also means the main subject and main verb of the sentence will never be found in the relative clause.
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | ο οποίος | η οποία | το οποίο |
Genitive | του οποίου | της οποίας | του οποίου |
Accusative | τον οποίο(ν) | την οποία(ν) | το οποίο |
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | οι οποίοι | οι οποίες | τα οποία |
Genitive | των οποίων | των οποίων | των οποίων |
Accusative | τους οποίους | τις οποίες | τα οποία |
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | who | who | which |
Genitive | of whom/whose | of whom/whose | of which |
Accusative | whom | whom | which |
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | who | who | which |
Genitive | of whom/whose | of whom/whose | of which |
Accusative | whom | whom | which |
(2) The conjunction που , translated as that, can be used instead of the relative pronouns ο οποίος, η οποία, ο οποίο, in all cases (not recommended in genitive).
e.g. Are you thinking of the girl that you saw yesterday?
Σκέφτεσαι το κορίτσι το οποίο είδες χθες; / Σκέφτεσαι το κορίτσι που είδες χθες;
e.g. Ι have the pencil that you gave me.
Έχω το μολύβι το οποίο μου έδωσες. / Έχω το μολύβι που μου έδωσες.
e.g. Τhis is the boy whose father is a doctor.
Αυτό είναι το αγόρι του οποίου ο πατέρας είναι γιατρός. / Αυτό είναι το αγόρι που ο πατέρας του είναι γιατρός. (possessive του is needed).
This is the Greek form comparable to the English;
I am going to help the child.
Πρόκειται να βοηθήσω το παιδί.
Αnother common translation is: I’m about to help the child.
Note:
These usually imply the immediate Future.
Very often the time is stated: I’m going to be there at nine o’clock. Πρόκειται να είμαι εκεί στις εννέα.
It denotes an action which we consider definite. E.g. We’ve planned it or we have tickets for a journey etc.
For verbs of action it could simply be: I’m leaving.
The form is very similar to the Future Simple but uses the phrase:
πρόκειται να … before the verb.
Here is a common verb to get you started:
πρόκειται να δω…………..I’m going to see.
πρόκειται να δεις………… You are going to see.
πρόκειται να δει…………..He/She/It is going to see.
πρόκειται να δούμε……....We’re going to see.
πρόκειται να δείτε………...You’re going to see.
πρόκειται να δουν………....They’re going to see.
Adjectives have three degrees of comparison: Positive (Θετικός), Comparative (Συγκριτικός) and Superlative (Υπερθετικός).
The Positive degree (Θετικός βαθμός) is the base form of the adjective, that simply expresses a quality.
The Comparative degree (Συγκριτικός βαθμός) is used to express a higher degree of some quality. It is formed
e.g. όμορφος -> ομορφό-τερος=more beautiful, ψηλός -> ψηλό-τερος=taller, βαθύς -> βαθύ-τερος=deeper
e.g. όμορφος -> πιο όμορφος=more beautiful, ψηλός -> πιο ψηλός=taller, βαθύς-> πιο βαθύς=deeper
*Adjectives ending in -ης, -ης, -ες have the superlative suffix -έστερος, -έστερη, -έστερο.
e.g. δημοφιλής -> δημοφιλέστερος=more popular, σαφής -> σαφέστερος=more clear
In Greek, there are two kinds of superlative degrees.
The Relative Superlative (Σχετικός Υπερθετικός), is used to express that a noun has the highest degree of some quality (than every other similar object). It is formed
e.g. όμορφος -> ο ομορφότερος=the most beautiful, μικρός -> ο μικρότερος=the smallest, μακρύς -> ο μακρύτερος=the longest
e.g. όμορφος -> ο πιο όμορφος=the most beautiful, μικρός -> ο πιο μικρός=the smallest, μακρύς -> ο πιο μακρύς=the longest
The Absolute Superlative (Απόλυτος Υπερθετικός) is used to declare that the noun has a higher degree of some quality (without comparing to everything else). It is formed
e.g. ταχύς -> ταχύτατος=very fast, νέος -> νεότατος=very young, ωραίος -> ωραιότατος=very nice
e.g. μεγάλος -> πολύ μεγάλος=very big, νέος -> πολύ νέος=very young, βαθύς -> πολύ βαθύς= very deep
*Adjectives ending in -ης, -ης, -ες have the superlative suffix -έστατος, -έστατη, -έστατο.
e.g. δημοφιλής -> δημοφιλέστατος=very popular, σαφής -> σαφέστατος=very clear, προφανής ->προφανέστατος=very obvious
Θετικός (Positive) | Συγκριτικός (Comparative) | Συγκριτικός (Comparative) | Σχετ. Υπερθετικός (Superlative) | Σχετ. Υπερθετικός (Superlative) | Απολ. Υπερθετικός (Superlative) | Απολ. Υπερθετικός (Superlative) |
---|---|---|---|---|---|---|
Μονολεκτικά | Περιφραστικά | Μονολεκτικά | Περιφραστικά | Μονολεκτικά | Περιφραστικά | |
απλός | απλούστερος | πιο απλός | ο απλούστερος | ο πιο απλός | απλούστατος | πολύ απλός |
καλός | καλύτερος | πιο καλός | ο καλύτερος | ο πιο καλός | κάλλιστος/άριστος | πολύ καλός |
κακός | χειρότερος | πιο κακός | ο χειρότερος | ο πιο κακός | κάκιστος/χείριστος | πολύ κακός |
κοντός | κοντύτερος | πιο κοντός | ο κοντύτερος | ο πιο κοντός | κοντότατος | πολύ κοντός |
λίγος | λιγότερος | x | ο λιγότερος | ο πιο λίγος | ελάχιστος | πολύ λίγος |
πολύς | περισσότερος | πιο πολύς | ο περισσότερος | ο πιο πολύς | πλείστος | πάρα πολύς |
μακρύς | μακρύτερος | πιο μακρύς | ο μακρύτερος | ο πιο μακρύς | μακρύτατος | πολύ μακρύς |
μικρός | μικρότερος | πιο μικρός | ο μικρότερος | ο πιο μικρός | ελάχιστος | πολύ μικρός |
μεγάλος | μεγαλύτερος | πιο μεγάλος | ο μεγαλύτερος | ο πιο μεγάλος | μέγιστος | πολύ μεγάλος |
πρώτος | πρωτύτερος | x | ο πρωτύτερος | x | πρώτιστος | x |
Θετικός (Positive) | Συγκριτικός (Comparative) | Σχετ. Υπερθετικός (Superlative) | Απολ. Υπερθετικός (Superlative) |
---|---|---|---|
άνω | ανώτερος | ο ανώτερος | ανώτατος |
κάτω | κατώτερος | ο κατώτερος | κατώτατος |
άπω | απώτερος | ο απώτερος | απώτατος |
ένδον | ενδότερος | ο ενδότερος | ενδότατος |
έξω | εξώτερος | ο εξώτερος | x |
πλησίον | πλησιέστερος | ο πλησιέστερος | πλησιέστατος |
προτιμώ | προτιμότερος | ο προτιμότερος | x |
υπέρ | υπέρτερος | ο υπέρτερος | υπέρτατος |
προ | πρότερος | ο πρότερος | x |
Adjectives that DON’T have Comparative or Superlative forms:
Adjectives ending in -ής, -ιά, -ί (e.g. πορτοκαλής, πορτοκαλιά, πορτοκαλί)
Adjectives of matter (e.g. χρυσός, μάλλινος)
Adjectives of origin (e.g. αγγλικός, ελληνικός)
Αdjectives of relation (e.g. αδερφικός, πατρικός)
Adjectives of place (e.g. παραθαλάσσιος, ορεινός)
Adjectives of time (e.g φετινός, χθεσινός)
Αdjectives that describe a permanent situation (e.g. μισός, νεκρός)
Used for actions that happened at a specific moment in the past.
Forming rules:
Verbs that end in –νoμαι form P.S. in –θηκα (πληρώνω-πληρώθηκα)
Verbs that end in –φομαι, -βομαι, form P.S. in –φτηκα or -πηκα (βάφομαι-βάφτηκα, κόβομαι-κόπηκα)
Verbs that end in –ζομαι, form P.S in –χτηκα or –στηκα (κοιτάζομαι-κοιτάχτηκα, αγοράζομαι-αγοράστηκα)
Verbs that end in -ιέμαι, -άμαι, -ούμαι form P.S. in –ήθηκα οr -έθηκα (αγαπιέμαι–αγαπήθηκα, προηγούμαι-προηγήθηκα, βαριέμαι-βαρέθηκα)
Verbs that end in –εύομαι P.S in –εύτηκα (ερωτεύομαι-ερωτεύτηκα)
The verb πληρώνομαι (I get paid)
Ενεστώτας | Αόριστος |
---|---|
(εγώ) πληρώνομαι | (εγώ)πληρώθηκα |
(εσύ) πληρώνεσαι | (εσύ) πληρώθηκες |
(αυτός/αυτή/αυτό) πληρώνεται | (αυτός/αυτή/αυτό) πληρώθηκε |
(εμείς) πληρωνόμαστε | (εμείς) πληρωθήκαμε |
(εσείς) πληρώνεστε | (εσείς) πληρωθήκατε |
(αυτοί/αυτές/αυτά) πληρώνονται | (αυτοί/αυτές/αυτά) πληρώθηκαν |
The verb κρύβομαι (I hide)
Ενεστώτας | Αόριστος |
---|---|
(εγώ) κρύβομαι | (εγώ) κρύφτηκα |
(εσύ) κρύβεσαι | (εσύ) κρύφτηκες |
(αυτός/αυτή/αυτό) κρύβεται | (αυτός/αυτή/αυτό) κρύφτηκε |
(εμείς) κρυβόμαστε | (εμείς) κρυφτήκαμε |
(εσείς) κρύβεστε | (εσείς) κρυφτήκατε |
(αυτοί/αυτές/αυτά) κρύβονται | (αυτοί/αυτές/αυτά) κρύφτηκαν |
The verb κινούμαι (I move)
Ενεστώτας | Αόριστος |
---|---|
(εγώ) κινούμαι | (εγώ) κινήθηκα |
(εσύ) κινείσαι | (εσύ) κινήθηκες |
(αυτός/αυτή/αυτό) κινείται | (αυτός/αυτή/αυτό) κινήθηκε |
(εμείς) κινούμαστε | (εμείς) κινηθήκαμε |
(εσείς) κινείστε | (εσείς) κινηθήκατε |
(αυτοί/αυτές/αυτά) κινούνται | (αυτοί/αυτές/αυτά) κινήθηκαν |
Usage examples:
Κοιμηθήκαμε νωρίς χθες βράδυ. - We slept early last night.
Δεν πληρώθηκα τον προηγούμενο μήνα. - I didn’t get paid last month.
Το κουνέλι κρύφτηκε κάτω από το τραπέζι. - The rabbit hid under the table.
Το μήνυμά σας δε στάλθηκε. - Your message wasn’t sent.
Μοιράστηκε το φαγητό με τη φίλη της. - She shared the food with her friend.
Past Participles (Παθητικές Μετοχές):
-Are forms of passive verbs that decline
-Have an adjectival function
-Are declined like the adjectives ending in -ος, -η, -ο
-Are formed by the past stem of the verb and the endings -μένος, -μένη, -μένο.
-Find the past stem of the verb.
-Omit the last consonant(s) of the stem and add the appropriate ending.
Verbs with the past stem ending:
-in -θ, form the participle in -μένος, -μένη, -μένο
ντύνομαι -> ντύθ-ηκα -> ντυμένος
πλένομαι -> πλύθ-ηκα -> πλυμένος
-in -αθ, form the participle in -αμένος, -αμένη, -αμένο
τρελαίνομαι -> τρελάθ-ηκα -> τρελαμένος
σιχαίνομαι -> σιχάθ-ηκα -> σιχαμένος
-in -ηθ, form the participle in -ημένος, -ημένη, -ημένο
στήνομαι -> στήθ-ηκα -> στημένος
αυξάνομαι -> αυξήθ-ηκα -> αυξημένος
-in -στ, form the participle in -σμένος, -σμένη, -σμένο
λούζομαι -> λούστ-ηκα -> λουσμένος
πιάνομαι -> πιάστ-ηκα -> πιασμένος
-in -φτ (or φθ), form the participle in -μμένος, -μμένη, -μμένο
γράφομαι -> γράφτ-ηκα -> γραμμένος
κρύβομαι -> κρύφτ-ηκα -> κρυμμένος
-in -χτ (or χθ), form the participle in -γμένος, -γμένη, -γμένο μπλέκομαι -> μπλέχτ-ηκα -> μπλεγμένος
ανοίγομαι -> ανοίχτ-ηκα -> ανοιγμένος
-in -αυτ, or -ευτ/ευθ, form the participle in -αυμένος, -αυμένη, -αυμένο/-αμένος, -αμένη -αμένο, or -ευμένος, -ευμένη, -ευμένο/-εμένος, -εμένη, -εμένο
ονειρεύομαι -> ονευρεύτ-ηκα -> ονειρεμένος
δεσμεύομαι -> δεσμεύτ-ηκα -> δεσμευμένος
αναπαύομαι -> αναπαύτ*-ηκα -> αναπαυμένος**
-in -νθ, usually form the participle in -υσμένος -υσμένη, -υσμένο
μολύνομαι -> μολύνθ-ηκα -> μολυσμένος
απομακρύνομαι -> απομακρύ*νθ-ηκα -> απομακρυσμένος
!Exceptions: επιβαρύνομαι-> επιβαρύνθ-ηκα ->επιβαρημένος
αποθαρρύνομαι -> αποθαρύνθ-ηκα ->αποθαρρημένος
!When the stem of a literary verb starts with β, γ, δ, κ, λ, μ, ν, π, σ, or τ, the participle is formed by adding an extra syllable as a prefix, that consists of the consonant and the vowel ε.
Verb | Participle | Verb | Participle |
---|---|---|---|
αποδεικνύομαι | αποδεδειγμένος | κλίνω | κεκλιμένος |
μονώνομαι | μεμονωμένος | παρατείνομαι | παρατεταμένος |
βιάζομαι | βεβιασμένος | δίδομαι | δεδομένος |
διαδίδομαι | διαδεδομένος | διακρίνομαι | διακεκριμένος |
εγγράφομαι | εγγεγραμμένος | εγκαταλείπω | εγκαταλελειμμένος |
εγκρίνω | εγκεκριμένος | εκτείνομαι | εκτεταμένος |
πείθομαι | πεπεισμένος | πιέζομαι | πεπιεσμένος |
περιβάλλομαι | περιβεβλημένος | προδιαγράφομαι | προδιαγεγραμμένος |
προσβάλλομαι | προσβεβλημένος | προσκαλούμαι | προσκεκλημένος |
προτείνομαι | προτεταμένος | συγκρίνομαι | συγκεκριμένος |
συνδέομαι | συνδεδεμένος | συντρίβομαι | συντετριμμένος |
τείνω | τεταμένος | τελώ | τετελεσμένος |
!When the stem of the verb starts with θ, φ, or χ, the participle is formed by adding an extra syllable as a prefix, that consists of the consonants τ, π or κ respectively, and the vowel ε.
διαθέτω -> διατείθεμαι -> διατεθειμένος
εκθέτω ->εκτείθεμαι -> εκτεθειμένος
θωρακίζω -> θωρακίζομαι -> τεθωρακισμένος
φωτίζω -> φωτίζομαι -> πεφωτισμένος
συγχέω -> συγχέομαι -> συγκεχυμένος
!When the stem of the verb starts with α, αι, or ε, the participle is formed by replacing that vowel with η.
!Verbs with active stems that do form a past participle:
Verb | Participle |
---|---|
μεθώ | μεθυσμένος |
ακουμπάω | ακουμπισμένος |
διψάω | διψασμένος |
πεινάω | πεινασμένος |
δυστυχώ | δυστυχισμένος |
ευτυχώ | ευτυχισμένος |
ανθίζω | ανθισμένος |
θυμώνω | θυμωμένος |
ταξιδεύω | ταξιδεμένος |
αρρωσταίνω | αρρωστημένος |
γερνάω | γερασμένος |
αγανακτώ | αγανακτισμένος |
Adverbs, just like adjectives, have three degrees of comparison: Positive (Θετικός), Comparative (Συγκριτικός) and Superlative (Υπερθετικός).
There are two ways to form the Comparative and the Superlative: in one word, (μονολεκτικά) and in more than one word (περιφραστικά).
To form the Comparative degree:
όμορφ-α -> ομορφότερ-α
ακριβ-ά -> ακριβότερ-α
όμορφ-α -> πιο όμορφα
ακριβ-ά -> πιο ακριβά
To form the Superlative degree:
βαθιά -> βαθύτατα
ακριβώς -> ακριβ-έστατα
βαθιά -> πολύ βαθιά
χαμηλά -> πολύ χαμηλά
*About the suffixes:
Adverbs derived from adjectives ending in -ος, end in -α (e.g. φθηνός-φθηνά, ψηλός-ψηλά).
Adverbs derived from adjectives ending in -ύς, end in -ιά (e.g βαθύς-βαθιά, μακρύς-μακριά)
These adverbs have the comparative ending -τερα and the superlative ending -τατα.
Adverbs that derive from adjectives ending in -ης, end in -ώς (e.g. ακριβής-ακριβώς, σαφής-σαφώς)
These adverbs have the comparative ending -έστερα and the superlative ending -έστατα.
Θετικός (Positive) | Συγκριτικός (Comparative) | Συγκριτικός (Comparative) | Υπερθετικός (Superlative) | Υπερθετικός (Superlative) |
---|---|---|---|---|
Μονολεκτικά | Περιφραστικά | Μονολεκτικά | Περιφραστικά | |
ακριβά | ακριβότερα | πιο ακριβά | x | πολύ ακριβά |
καλά | καλύτερα | πιο καλά | άριστα | πολύ καλά |
ψηλά | ψηλότερα | πιο ψηλά | x | πολύ ψηλά |
χαμηλά | χαμηλότερα | πιο χαμηλά | x | πολύ χαμηλά |
βαθιά | βαθύτερα | πιο βαθιά | βαθύτατα | πολύ βαθιά |
επιεικώς | επιεικέστερα | πιο επιεικώς | x | πολύ επιεικώς |
απλά | απλούστερα | πιο απλά | απλούστατα | πολύ απλά |
Θετικός (Positive) | Συγκριτικός (Comparative) | Συγκριτικός (Comparative) | Υπερθετικός (Superlative) | Υπερθετικός (Superlative) |
---|---|---|---|---|
Μονολεκτικά | Περιφραστικά | Μονολεκτικά | Περιφραστικά | |
νωρίς | νωρίτερα | πιο νωρίς | x | πολύ νωρίς |
πρώτα | πρωτύτερα | x | πρώτιστα/πρωτίστως | x |
λίγο | λιγότερο | πιο λίγο | ελάχιστα | πολύ λίγο |
πολύ | περισσότερο | πιο πολύ | x | το πιο πολύ |
γρήγορα | γρηγορότερα | πιο γρήγορα | πολύ γρήγορα | το γρηγορότερο |
Παρατατικός (Past Continuous)
Used for actions that happened continuously/constantly/repeatedly in the past.
Formation rules:
Verbs that end in –ώνω form P.C. in –ωνα (μεγαλώνω-μεγάλωνα)
Verbs that end in –φω, -βω, -πτω form P.C. in –φα, -βα, or –πτα (γράφω-έγραφα)
Verbs that end in –άζω form P.C. in -ζα (διαβάζω-διάβαζα)
Verbs that end in –αίνω form P.C. in –αινα or -υνα (παχαίνω-πάχαινα)
Verbs that end in –εύω form P.C. in –ευα (μαγειρεύω-μαγείρευα)
Verbs that end in –ίζω form P.C. in –ιζα (σκουπίζω-σκούπιζα)
Verbs that are oxytone form P.C. in –ούσα ή -αγα (ρωτάω/ρωτώ-ρωτούσα/ρώταγα)
!Remember! One-syllable and two-syllable verbs need an extra syllable (ε). The extra ε is always accented.
Παίζω - έ-παιζα, παίρνω – έ-παιρνα, δίνω – έ-δινα, πίνω – έ-πινα, λέω – έ-λεγα, γράφω – έ-γραφα
The verb τρώω (I eat)
Ενεστώτας | Παρατατικός |
---|---|
(εγώ) τρώω | (εγώ) έτρωγα |
(εσύ) τρως | (εσύ) έτρωγες |
(αυτός/αυτή/αυτό) τρώει | (αυτός/αυτή/αυτό) έτρωγε |
(εμείς) τρώμε | (εμείς) τρώγαμε |
(εσείς) τρώτε | (εσείς) τρώγατε |
(αυτοί/αυτές/αυτά) τρώνε | (αυτοί/αυτές/αυτά) έτρωγαν |
The verb μιλάω (I speak)
Ενεστώτας | Παρατατικός |
---|---|
(εγώ) μιλάω | (εγώ) μιλούσα |
(εσύ) μιλάς | (εσύ) μιλούσες |
(αυτός/αυτή/αυτό) μιλά/μιλάει | (αυτός/αυτή/αυτό) μιλούσε |
(εμείς) μιλάμε | (εμείς) μιλούσαμε |
(εσείς) μιλάτε | (εσείς) μιλούσατε |
(αυτοί/αυτές/αυτά) μιλούν/μιλάνε | (αυτοί/αυτές/αυτά) μιλούσανε/μιλούσαν |
Usage Examples:
Σε ποιον μιλούσε; - Who was he/she talking to?
Λοιπόν, τι έλεγα; - Well/So, what was I saying?
Διαβάζα όλη μέρα χθες. - I was studying all day yesterday.
Βλέπαμε τηλεόραση καθώς τρώγαμε. - We were watching television while we were eating.
Έτρεχαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν! - They were running as fast as they could!
Όταν σε πήρα τηλέφωνο, έπαιζες με την αδερφή σου. - When I called you, you were playing with your sister.
The word for nature in Greek is η φύση. As in English it is used not only for the natural world (landscapes, the moon, the stars etc) but also for characteristics of people and objects.
Also, note that the definite article η usually accompanies the word φύση whereas we do not use it in English except for phrases:
Some examples:
English | Greek |
---|---|
He loves nature very much. | Του αρέσει πάρα πολύ η φύση. |
The forces of nature. | Οι δυνάμεις της φύσης. |
It is human nature. | Είναι στην ανθρώπινη φύση. |
Still life (art) | vεκρή φύση |
Unnatural | αφύσικος * |
Wild life | άγρια φύση |
Law of nature | νόμος της φύσης |
Mother nature | Mητέρα φύση |
*(“α” used as a prefix is similar to English “un”)
Some other vocabulary:
Η Γη--->the earth
Ο ήλιος--->the sun
Το έδαφος --->the soil
Η κοιλάδα --->the valley
Το ρυάκι --->the creek
Η ύπαιθρος ---> the outdoors
οἶνοψ πόντος Oînops póntos "Wine dark sea"
Ο δάσκαλος and η δασκάλα are the male and female teachers of the Elementary/Primary school, called δημοτικό in Greek. Students call their teachers by their first name but with the honorific Κυρία (=Mrs) or Κύριος (=Mr) . Unmarried female teachers can be also called Δεσποινίς (Miss). The δημοτικό usually finishes at 12 or 1 pm but some students stay later at the ολοήμερο (=full day school). Here they have μεσημεριανό (=lunch) and do their homework (διαβάζουν).
After the δημοτικό, students go to the γυμνάσιο (= junior high/middle school) for 3 years (not to be confused with γυμναστήριο which is a gym or gymnasium in English). At the age of 15, students choose between γενικό λύκειο (=general high school) and τεχνικό λύκειο (=technical high school). Here they are taught by: ο καθηγητής or η καθηγήτρια.
Upon completion of the λύκειο (=high school), most of them continue on to τριτοβάθμια εκπαίδευση (=higher education). Here the teachers have the same titles as in secondary education ο καθηγητής or η καθηγήτρια. (=professors) .
There are three categories of higher education: 1) δημόσια/ιδιωτικά πανεπιστήμια (=public/private universities),
2) τεχνολογικά ινστιτούτα or simpler ΤΕΙ (=technological institutes)
3) ιδιωτικές σχολές (=private schools for higher education).
Students δίνουν εξετάσεις (=take exams) and get reports έλεγχοι each εξάμηνο (=semester).
When students take exams, there is a wish at the bottom of the sheet, reading Καλή επιτυχία (=Good luck). We wish you Καλή επιτυχία' for this skill too ;)
Past Imperative expresses non-continuation. The action is not ongoing, or the speaker is not interested in its duration.
The Past Imperative is formed by:
The stem of the verb it its Simple Past form, omitting the last consonant(s) of the stem.
The endings -σου/-θείτε οr -στείτε (if the omitted consonants are -θ or -στ), -ξου/-χτείτε (if the omitted consonants are -χτ), -ψου/-φτείτε or -υτείτε, (if the omitted consonants are -φτ or -υτ)
Formation Examples:
For the verb κοιμάμαι: κοιμή-σου, κοιμη-θείτε -> κοιμήσου, κοιμηθείτε
For the verb ξεκουράζομαι: ξεκουρά-σου, ξεκουρα-στείτε -> ξεκουράσου, ξεκουραστείτε
For the verb κοιτάζομαι: κοιτά-ξου, κοιτα-χείτε -> κοιτάξου, κοιταχτείτε
For the verb κρύβομαι: κρύ-ψου, κρυ-φτείτε -> κρύψου, κρυφτείτε
For the verb εκπαιδεύομαι: εκπαιδεύ-σου, εκπαιδευ-τείτε -> εκπαιδεύσου, εκπαιδευτείτε
Κοιμήσου νωρίς σήμερα! - Sleep early tonight!
Ξεκουραστείτε αυτό το Σαββατοκύριακο! - Rest/Get some rest this weekend!
Κοιταχτείτε στον καθρέφτη. - Look at yourselves in the mirror.
Γρήγορα, κρύψου πίσω από την πόρτα! - Quickly, hide behind the door!
Eμπιστευτείτε με. - Trust me.
Used for actions that happened continuously/constantly/repeatedly in the past.
Formation rules:
Verbs that end in –εύομαι form P.C. in –ευόμουν (ονειρεύομαι-ονειρευόμουν)
Verbs that end in –φομαι, -βομαι, -ζομαι, -νομαι, -γομαι, -χομαι form P.C. in –φόμουν, -βόμουν, -ζόμουν, -νόμουν, -γομουν -χόμουν (βάφομαι-βαφόμουν, φοβάμαι-φοβόμουν, φαντάζομαι-φανταζόμουν, γίνομαι-γινόμουν, ακούγομαι-ακουγόμουν, έρχομαι-ερχόμουν)
Verbs that end in –ιέμαι form P.C. in -ιόμουν (βαριέμαι-βαριόμουν)
Verbs that end in –άμαι form P.C. in –όμουν (κοιμάμαι-κοιμόμουν)
Verbs that end in –ούμαι form P.C. in –ούμουν (κινούμαι-κινούμουν)
The verb έρχομαι (I come)
Ενεστώτας | Παρατατικός |
---|---|
(εγώ) έρχομαι | (εγώ) ερχόμουν(α) |
(εσύ) έρχεσαι | (εσύ) ερχόσουν(α) |
(αυτός/αυτή/αυτό) έρχεται | (αυτός/αυτή/αυτό) ερχόταν(ε) |
(εμείς) ερχόμαστε | (εμείς) ερχόμασταν |
(εσείς) έρχεστε | (εσείς) ερχόσασταν |
(αυτοί/αυτές/αυτά) έρχονται | (αυτοί/αυτές/αυτά) έρχονταν |
The verb κοιμάμαι (I sleep)
Ενεστώτας | Παρατατικός |
---|---|
(εγώ) κοιμάμαι | (εγώ) κοιμόμουν(α) |
(εσύ) κοιμάσαι | (εσύ) κοιμόσουν(α) |
(αυτός/αυτή/αυτό) κοιμάται | (αυτός/αυτή/αυτό) κοιμόταν(ε) |
(εμείς) κοιμόμαστε | (εμείς) κοιμόμασταν |
(εσείς) κοιμάστε | (εσείς) κοιμόσασταν |
(αυτοί/αυτές/αυτά) κοιμούνται | (αυτοί/αυτές/αυτά) κοιμούνταν |
The verb κινούμαι (I move)
Ενεστώτας | Παρατατικός |
---|---|
(εγώ) κινούμαι | (εγώ) κινούμουν |
(εσύ) κινείσαι | (εσύ) κινούσουν |
(αυτός/αυτή/αυτό) κινείται | (αυτός/αυτή/αυτό) κινούταν |
(εμείς) κινούμαστε | (εμείς) κοινούμασταν |
(εσείς) κινείστε | (εσείς) κοινούσασταν |
(αυτοί/αυτές/αυτά) κοινούνται | (αυτοί/αυτές/αυτά) κοινούνταν |
Usage Examples:
Όταν με πήρες τηλέφωνο, κοιμόμουν. - When you called me, I was sleeping.
Όταν ήταν μικρή, φοβόταν το σκοτάδι. - When she was young, she was afraid of the dark.
Πού κρυβόσουν; - Where were you hiding?
Ονειρευόμασταν με τα μάτια μας ανοιχτά. - We were dreaming with our eyes open.
Δεν ξέρω τι σκεφτόμουν. - Ι don’t know what I was thinking.
! Some greek passive verbs in Past Continuous translate to Past Simple in English.
Δε θυμόμουν αυτή την λεπτομέρεια. - I didn’t remember than detail.
Δε φανταζόμουν πως θα ήταν έτσι. - I didn’t imagine it would be like this.
Δε φαινόταν κουρασμένος - He didn’t seem tired.
The subjunctive mood (Υποτακτική) presents the action or the event as something wanted or expected.
It indicates what the subject of the verb wants, can, may, must do or is expecting to do.
It is often used after verbs like θέλω (want), μπορώ (can, may), πρέπει (must), ελπίζω (hope), σκέφτομαι (think of), εύχομαι (wish) etc. .
It can be Present (Υποτακτική Ενεστώτα), Past (Υποτακτική Αορίστου) or Present Perfect (Υποτακτική Παρακειμένου).
It is preceded by the particles να, για να, όταν, πριν, αν, άμα, ας, μη(ν), etc.
It is used to show continuation (Ρresent Subjunctive) or non-continuation (Past Subjunctive) of the action and not the time aspect (present, past, future).
The subjunctive of Simple Present (Υποτακτική Ενεστώτα) shows continuation or repetition. The action expressed by the verb is ongoing or repeated. It declares urgency, an order or a prohibition*
*An order or a prohibition with the particle μη(ν) (also known as prohibitive/imperative subjunctive) .
The Present Subjunctive is formed with:
The verb (active or passive) in the Simple Present form
The particles να, για να, όταν, πριν, αν, άµα, ας … etc. before the verb or
The particle μη(ν), for prohibitive usage.
Πρόσωπο | Ενεστώτας | Υποτ. Ενεστώτα | Ενεστώτας | Υποτ. Ενεστώτα |
---|---|---|---|---|
εγώ | κοιμάμαι | να κοιμάμαι | σκέφτομαι | να σκέφτομαι |
εσύ | κοιμάσαι | να κοιμάσαι | σκέφτεσαι | να σκέφτεσαι |
αυτός/αυτή/αυτό | κοιμάται | να κοιμάται | σκέφτεται | να σκέφτεται |
εμείς | κοιμόμαστε | να κοιμόμαστε | σκεφτόμαστε | να σκεφτόμαστε |
εσείς | κοιμάστε | να κοιμάστε | σκέφτεστε | να σκέφτεστε |
αυτοί/αυτές/αυτά | κοιμούνται | να κοιμούνται | σκέφτονται | να σκέφτονται |
Πρέπει να σηκώνομαι νωρίς το πρωί - I have to get up early in the morning.
Μην σκέφτεσαι τόσο αρνητικά. - Don’t think so negatively.
Πώς μπορείτε να τον εμπιστεύεστε; - How can you trust him?
Δεν θέλουμε να καθόμαστε ακίνητοι - We don’t want to stand still.
Αν θυμάμαι καλά, τα έβαλα μέσα στο συρτάρι. - If I remember correctly, Ι put them in the drawer.
The subjunctive of the Simple Past (Υποτακτική Αορίστου) expresses non-continuation. Τhe action expressed by the verb is not ongoing or the speaker is not interested in the duration of the action.
The Past Subjunctive (for passive verbs) is formed with:
The stem of the passive verb in the Simple Past form
The endings -ώ/ω, -είς/εις, -εί/ει, -ούμε/ουμε, -είτε/ειτε, -ούν/ουν after the stem of the verb
The particles να, για να, όταν, πριν, αν, άµα, ας … etc. before the verb or
The particle μη(ν), for prohibitive usage.
Formation Example:
For the verb κοιμάμαι (sleep): να + κοιμηθ- + -ώ -> να κοιμηθώ
For the verb σκέφτομαι (think): να + σκεφτ- + -είς -> να σκεφτείς
Πρόσωπο | Αόριστος | Υποτ. Αορίστου | Αόριστος | Υποτ. Αορίστου |
---|---|---|---|---|
εγώ | κοιμήθηκα | να κοιμηθώ | σκέφτηκα | να σκεφτώ |
εσύ | κοιμήθηκες | να κοιμηθείς | σκέφτηκες | να σκεφτείς |
αυτός/αυτή/αυτό | κοιμήθηκε | να κοιμηθεί | σκέφτηκε | να σκεφτεί |
εμείς | κοιμηθήκαμε | να κοιμηθούμε | σκεφτήκαμε | να σκεφτούμε |
εσείς | κοιμηθήκατε | να κοιμηθείτε | σκεφτήκατε | να σκεφτείτε |
αυτοί/αυτές/αυτά | κοιμήθηκαν | να κοιμηθούν | σκέφτηκαν | να σκεφτούν |
Θέλω να κοιμηθώ νωρίς απόψε. - I want to sleep early tonight.
Μπορείτε να καθίσετε τώρα. - You can sit now.
Πρέπει να το σκεφτείς - You have to think about it.
Αν θυμηθεί κάτι, θα μου τηλεφωνήσει - If he remembers something, he will call me.
Ελπίζω να μην χαθούν οι αποσκευές μου! - I hope that my luggage doesn’t get lost!
Θα+imperfect results in "would".
I would like=Θα ήθελα,
You would do it=Θα το έκανες,
He would love it!=Θα το λάτρευε!,
If the day was good, we would run=Εάν η ημέρα ήταν καλή,θα τρέχαμε etc etc.
Θα μπορούσες να με βοηθήσεις;=Could you help me?
We use Θα+imperfect to form the polite request with "would" or the present conditional that has the same uses as in English.
So, Θα ήθελα μία κούπα τσάι=I would like a cup of tea (now)
Εάν είχα κουραστεί, θα ήθελα μία κούπα τσάι=If I were tired, I would like a cup of tea. (conditional)
Θα + imperfect is not the same as using the future continuous!
Μετά το διάβασμα, θα θελήσω μία κούπα τσάι=After reading, I will want a cup of tea (I know beforehand that after reading I will definitely want a cup of tea)
Used for an action or event that will take place in the future, with no interest in its duration.
Formation:
The Simple Future (Στιγμιαίος/Συνοπτικός Μέλλοντας) is formed by:
The particle θα (will, shall)
The verb in its Past Subjunctive * form
*To see how verbs are formed in Past Subjunctive, check the Tips and Notes for Past Subjunctive. Simple Future and Past Subjunctive DO NOT have the same usage, just the same verb forms (with different particles).
Πρόσωπο | Ενεστώτας | Στ. Μέλλοντας |
---|---|---|
εγώ | γράφω | θα γράψω |
εσύ | γράφεις | θα γράψεις |
αυτός/αυτή/αυτό | γράφει | θα γράψει |
εμείς | γράψουμε | θα γράψουμε |
εσείς | γράφετε | θα γράψετε |
αυτοί/αυτές/αυτά | γραφουν | θα γράψουν |
Πρόσωπο | Ενεστώτας | Στ. Μέλλοντας |
---|---|---|
εγώ | βλέπω | θα δω |
εσύ | βλέπεις | θα δεις |
αυτός/αυτή/αυτό | βλέπει | θα δει |
εμείς | βλέπουμε | θα δούμε |
εσείς | βλέπετε | θα δείτε |
αυτοί/αυτές/αυτά | βλέπουν | θα δουν |
Θα σε δω αύριο; - WillI see you tomorrow?
Θα γράψει ένα γράμμα στον πατέρα του. - He will write a letter to his father.
Δεν θα τους ξεχάσω ποτέ! - I will never forget them!
Πότε θα φύγουμε; - When will we leave?
Θα είμαι εκεί στις 11 το πρωί. - I’ll be there at 11 in the morning.
Θα πας στο σουπερμάρκετ; - Will you go to the supermarket?
Present Perfect (Παρακείμενος) is the tense that connects the past with the present, used for:
an action or event completed in the past - the result of which is detectable in the present
an action that happened at an indefinite time in the past
an action repeated in the past
past experiences
Formation:
The Present Perfect (Παρακείμενος) is formed by:
the auxiliary verb έχω (have) in its present form
the infinitive of the past tense* of the verb ending in -ει.
*The infinitive used in Past Subjunctive.
Πρόσωπο | Παρακείμενος |
---|---|
εγώ | έχω διαβάσει |
εσύ | έχεις διαβάσει |
αυτός/αυτή/αυτό | έχει διαβάσει |
εμείς | έχουμε διαβάσει |
εσείς | έχετε διαβάσει |
αυτοί/αυτές/αυτά | έχουν διαβάσει |
Πρόσωπο | Παρακείμενος |
---|---|
εγώ | έχω έρθει |
εσύ | έχεις έρθει |
αυτός/αυτή/αυτό | έχει έρθει |
εμείς | έχουμε έρθει |
εσείς | έχετε έρθει |
αυτοί/αυτές/αυτά | έχουν έρθει |
Αυτό το ζευγάρι παπούτσια έχει ήδη αγοραστεί. - This pair of shoes has already been bought.
Έχω ήδη ξυπνήσει! - I have already woken up!
Το συνέδριο δεν έχει αρχίσει ακόμη. - The meeting hasn’t started yet. Δεν έχω πάει ποτέ στη Γαλλία - I have never been to France.
Έχουμε πάει στην Αθήνα 3 φορές - We have been to Athens 6 times.
Έχεις φάει ποτέ παγωτό ανανά; - Have you ever eaten pineapple icecream?
Δεν έχει συμβεί τίποτα μέχρι τώρα - Nothing has happened until now.
Δεν έχω δει τη Μαρία εδώ και δύο μήνες. - I haven’t seen Mary for two months now.
Used for an action or event that will take place in the future, with no interest in its duration.
Formation:
The Simple Future (Στιγμιαίος/Συνοπτικός Μέλλοντας) is formed by:
The particle θα (will, shall)
The verb in its Past Subjunctive * form
*To see how verbs are formed in Past Subjunctive, check the Tips and Notes for Past Subjunctive. Simple Future and Past Subjunctive DO NOT have the same usage, just the same verb forms (with different particles).
Πρόσωπο | Ενεστώτας | Στ. Μέλλοντας |
---|---|---|
εγώ | κοιμάμαι | θα κοιμηθώ |
εσύ | κοιμάσαι | θα κοιμηθείς |
αυτός/αυτή/αυτό | κοιμάται | θα κοιμηθεί |
εμείς | κοιμόμαστε | θα κοιμηθούμε |
εσείς | κοιμάστε | θα κοιμηθείτε |
αυτοί/αυτές/αυτά | κοιμούνται | θα κοιμηθούν |
Πρόσωπο | Ενεστώτας | Στ. Μέλλοντας |
---|---|---|
εγώ | έρχομαι | θα έρθω |
εσύ | έρχεσαι | θα έρθεις |
αυτός/αυτή/αυτό | έρχεται | θα έρθει |
εμείς | ερχόμαστε | θα έρθουμε |
εσείς | έρχεστε | θα έρθετε |
αυτοί/αυτές/αυτά | έρχονται | θα έρθουν |
Θα έρθετε μαζί μας αύριο; - WillI you come with us tomorrow?
Θα κοιμηθώ νωρίς απόψε. - I will sleep early tonight.
Τα πράγματα θα γίνουν χειρότερα. - Things will get worse.
Δεν θα το χρειαστεί. - He/She won't need it.
Θα σηκωθώ στις 7 το πρωί. - I'll get up at 7 in the morning.
Μας είπαν πως θα το σκεφτούν. - They told us they will think about it.
Past Perfect (Υπερσυντέλικος) is used to describe an action or event that occurred in the past. The action described by the verb in Past Perfect was completed before another past action or a certain time.
Formation:
The Past Perfect (Υπερσυντέλικος) is formed by:
the auxiliary verb έχω (have) in its past form
the infinitive of the past tense* of the verb ending in -ει.
*The infinitive used in Past Subjunctive.
Πρόσωπο | Υπερσυντέλικος |
---|---|
εγώ | είχα διαβάσει |
εσύ | είχες διαβάσει |
αυτός/αυτή/αυτό | είχε διαβάσει |
εμείς | είχαμε διαβάσει |
εσείς | είχατε διαβάσει |
αυτοί/αυτές/αυτά | είχαν διαβάσει |
Πρόσωπο | Υπερσυντέλικος |
---|---|
εγώ | είχα έρθει |
εσύ | είχες έρθει |
αυτός/αυτή/αυτό | είχε έρθει |
εμείς | είχαμε έρθει |
εσείς | είχατε έρθει |
αυτοί/αυτές/αυτά | είχαν έρθει |
Εκείνη την μέρα είχα φάει υπερβολικά πολύ. - That day I had eaten too much.
Είχε ήδη φύγει όταν πήγες σπίτι. - She had already left when you went home.
Όταν φτάσαμε στο χωριό, είχε ήδη ξεκινήσει να βρέχει. - When we arrived at the village, it had already started to rain.
Είχα ήδη τελειώσει την εργασία μου όταν με πήρες τηλέφωνο. - I had already finished my homework when you called me.
Είχα μείνει εκεί ως τις 11. - I had stayed there until 11’o clock.
Τα παιδιά είχαν κοιμηθεί πριν τις 9. - The children had slept before 9 o’clock.
Τον αναγνώρισα γιατί τον είχα δει στην τηλεόραση. - I recognized him because I’d seen him on TV.
Greek | English |
---|---|
βροχή | rain |
θερμοκρασία | temperature |
χιόνι | snow |
ζέστη | heat |
συννεφιά | clouds |
κρύο | cold |
άνεμος/αέρας | wind |
κλίμα | climate |
λιακάδα/ηλιοφάνεια | sun |
ξηρασία | drought |
χαλάζι | hail |
τυφώνας | typhoon |
αστραπή | lightning |
παγετός | frost |
καταιγίδα | storm |
καιρός | weather |
ψιχάλα | drizzle |
δελτίο (καιρού) | (weather) forecast |
ομίχλη | fog |
χιονοθύελλα | blizzard |
υγρασία | humidity |
αμμοθύελλα | sandstorm |
Greek | English |
---|---|
Βρέχει. | It’s raining. |
Βρέχει καταρρακτωδώς. | It’s pouring with rain. |
Χιονίζει. | It’s snowing. |
Κάνει/Έχει ήλιο. | It’s sunny. |
Κάνει/Έχει κρύο. | It’s cold. |
Κάνει/Έχει ψοφόκρυο/παγωνιά. | Ιt’s freezing cold. |
Κάνει/Έχει ζέστη. | It’s warm/hot. |
Kάνει/Έχει καύσωνα. | It’s baking hot. |
Φυσάει/Έχει αέρα. | It’s windy. |
Ψιχαλίζει. | It’s drizzling. |
Βρέχει/Ρίχνει καρεκλοπόδαρα. | It’s raining cats and dogs. |
Συννεφιάζει/Έχει σύννεφα. | It’s cloudy. |
Θα+imperfect results in "would".
I would like=Θα ήθελα,
You would do it=Θα το έκανες,
He would love it!=Θα το λάτρευε!,
If the day was good, we would run=Εάν η ημέρα ήταν καλή,θα τρέχαμε etc etc.
Θα μπορούσες να με βοηθήσεις;=Could you help me?
We use Θα+imperfect to form the polite request with "would" or the present conditional that has the same uses as in English.
So, Θα ήθελα μία κούπα τσάι=I would like a cup of tea (now)
Εάν είχα κουραστεί, θα ήθελα μία κούπα τσάι=If I were tired, I would like a cup of tea. (conditional)
Θα + imperfect is not the same as using the future continuous!
Μετά το διάβασμα, θα θελήσω μία κούπα τσάι=After reading, I will want a cup of tea (I know beforehand that after reading I will definitely want a cup of tea)
Τhese are some National Holidays when Schools, banks, shops, and most businesses are closed.
Greek Holiday | Translation |
---|---|
1 Ιανουαρίου: Πρωτοχρονιά | January 1 New Year’s Day |
6 Ιανουαρίου: Θεοφάνεια | January 6 Epiphany |
Καθαρά Δευτέρα | Movable First Day of Lent (Clean Monday) |
25 Μαρτίου Ημέρα Ανεξαρτησίας | March 25 Independence Day |
Μεγάλη Παρασκευή | Holy Friday Movable |
Μεγάλο Σάββατο | Holy Saturday Movable |
Πάσχα | Movable Easter (Follows Julian Calendar) |
Δευτέρα του Πάσχα | Day after Easter |
1 Μαΐου/ Εργατική Πρωτομαγιά | May First/ Labor Day |
Αγίου Πνεύματος (Κινητή Εορτή) | Holy Spirit Movable |
15 Αυγούστου | August 15 |
28 Οκτωβρίου | October 28 National Holiday about the famous No to the invasion of the Italians in WW2. |
25 Δεκεμβρίου/Χριστούγεννα | December 25 Christmas Day |
26 Δεκεμβρίου | December 26 Second Day of Christmas |
How to wish something in Greek, in various circumstances. Here is a list of holidays with appropriate wishes in Greek:
https://www.omilo.com/greek-wishes/
It should also be noted that some cities have a holiday on the Celebration of the Patron Saint of that city.
A Name day is the Holiday of the Saint whose name you bear. That means that you celebrate your name day and get gifts and treat friends and relatives to sweets etc. Sometimes this holiday is more important than your birthday.
Birthdays and Anniversaries are also celebrated.